(στο καφενεδάκι του ουρανού από αριστερά η Ούρλικε Μάινχοφ, ο Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι, ο Έζρα Πάουντ και ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι )
αργά χτες βράδυ ξαφνικά συνάντησα στις ράμπλας τ’ ουρανού
τον φοιτητή Καλιάγεφ παρέα με τον Ντουρρούτι να τα πίνει
ενώ η Ούλρικε στο παραδίπλα τραπεζάκι ζωγράφιζε με τη
σκιά της μια τίγρη μες στα σύννεφα, δώρο στον Έζρα και τον
Βλαντιμίρ. εκεί που έπιανα μια ψάθινη καρέκλα να καθίσω,
βγήκε από την πόρτα ο πανάγαθος σέρνοντας πίσω του, όπως
το συνηθίζει, και μια ταξιαρχία γαλαξίες. άντε, να πάνε τα
φαρμάκια κάτω, είπε, βάζοντας στο γραμμόφωνο ένα βαρύ
ζεϊμπέκικο και μοίρασε τα καραφάκια με το τσίπουρο απ’ το
κρυφό του αμπέλι. κουράστηκε ο πατέρας, ρε παιδιά, μ’ αυτόν
τον χαλασμό εκεί κάτω, πρόσθεσε με γλυκό χαμόγελο ο Ιησούς,
λες και παρηγορούσε πάλι τους απελπισμένους, κι από την άλλη,
του λείπει αυτός ο άκαρδος ο αυτόνομος και είναι άγριο πράγμα
ο παράδεισος χειμώνα καλοκαίρι με τα χερουβείμ