μια ανθολογία των ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη

αn anthology of Tolis Nikiforou's poems with pictures by Julia Fortouni.

μέσα στην άχνα από το βάθος της πλατείας, 1

σε είδα μεσημέρι στ' όνειρό μου
μέσα στην άχνα από το βάθος της πλατείας
ν' απλώνεις ρούχα σε ψηλό μπαλκόνι
κι έγειρα να σ' αγγίξω όπως το φως
εκείνο το γαλάζιο φως στα μάτια σου
και ξαφνικά θυμήθηκα
πως δεν απλώνουν ρούχα στην πλατεία
και ξαφνικά θυμήθηκα
πως το μπαλκόνι αυτό πια δεν υπάρχει
κι είδα να εκτείνεται μπροστά μου ανεξερεύνητη
η χώρα όπου πηγάζει αυτό το φως
το φως από την απουσία που μας ενώνει
με μια υπόσχεση εκθαμβωτική
πέρα απ' τον χρόνο και τον θάνατο
μητέρα

λουσμένη στην ομίχλη όπως το σαββατόβραδο

λουσμένη στα δεκοχτώ σου χρόνια θα σε περιμένω
λουσμένη στην ομίχλη όπως το σαββατόβραδο
ένα όνειρο του φανοστάτη πάνω απ' τη θάλασσα
εκεί που ο δρόμος μόλις άρχισε
εκεί που κάνει η δίψα το αδύνατο να ανθίσει
εκεί που η προσμονή θαμπά φωτίζει
χιλιάδες μυστικά και θαύματα

κορίτσια με αστραπές και καταιγίδες

Photobucket

γράμματα οικεία
σε γλώσσες που κανείς δεν μίλησε
ζωγραφισμένα μ' ένα μαύρο ρούχο που γιορτάζει
με την ουρά του ανέμου στα μαλλιά τους
κάτω απ' το δέρμα αστραπές και καταιγίδες
μάτια ιστιοφόρα που αποπλέουν
για το νυχτερινό ταξίδι στο άπειρο
στις απαλές καμπύλες των χειλιών του
κρατάει ένα κορίτσι την καρδιά μου
που ονειρεύεται με δάκρυα από χώμα κι ουρανό

μια ανάσα από την απουσία τους

αν θα μπορούσες να με συγχωρήσεις
για όσα είναι αδύνατον πια να διορθώσω
για κείνους που άφησα να φύγουν
μέσα στη νύχτα
και τους καλώ με δάκρυα να μ’ αξιώσουν
λίγα λεπτά από τον θάνατό τους
μια ανάσα από την απουσία τους
ένα μονάχα κύμα από το ωκεάνιο ταξίδι τους
για να σωριάσω όλα μου τα υπάρχοντα στα πόδια τους
να στρώσω τη ζωή μου και τις λέξεις μου
κιλίμι να πατήσουν
να οδηγηθώ από ένα ξέφτι φως
στα σφραγισμένα μάτια τους

ίσως ποτέ να μην υπήρξα

κανείς δεν γνώρισε τον ποταμό όταν κοχλάζει
φιδοσέρνεται και βραχνά σφυρίζει
σαν ατμομηχανή του κάτω κόσμου
κανείς δεν γνώρισε την έκρηξη
τα μυαλά σκορπισμένα στον νυχτερινό άνεμο
τα μάτια μου αερόστατα στον ουρανό
δαχτυλικά αποτυπώματα στην άσφαλτο
την ψυχή μου να δραπετεύει στη δική της διάσταση
κι αφού κανένας δεν με γνώρισε
και οι καθρέφτες το είδωλό μου παραμόρφωσαν
ίσως ποτέ να μην υπήρξα
κι έτσι κανένας δεν μπορεί να με ξεχάσει
και με τα λόγια αυτά
δεν χαιρετίζω ούτε αποχαιρετώ κανένα
γράφω μονάχα από το τίποτα στο τίποτα
ένα τίποτα που είναι αδύνατον να διαβαστεί

ex nihilo

από το τίποτα αναδύεται το φως
και στον πυρήνα εγγράφεται του κόσμου
ο απρόσιτος εκείνος κωδικός
τις διαστάσεις που εμπεριέχει του χωροχρόνου

σαν ιχνογράφημα με συμπαθητική μελάνη
από το τίποτα συντίθεται και πάλι η γειτονιά
μεθυστικό φουντώνει το αγιόκλημα στους τοίχους
το ακέραιο χώμα διαρρηγνύει την άσφαλτο
και εμφανίζονται αυλές και σπίτια,
το βήμα σου ακούγεται στις σκάλες αδιάψευστο, πατέρα
και αχνοφέγγει το χαμόγελό σου
ενώ μας καταυγάζουν οι απίστευτοι, μητέρα
γαλαζοπράσινοι φεγγίτες των ματιών σου

όλα και πάλι από το τίποτα αρχίζουν
σαν μην είχανε ποτέ τελειώσει
σαν νάταν πάντοτε αριστοτεχνικά κρυμμένα
μπροστά στα θαμπωμένα μάτια μας

και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω


όταν το κάτι αυτό
το οτιδήποτε
για μένα θα τελειώσει
και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω
θα είμαι εκείνο που τα μάτια σας θαμπώνει
το ύψιλον στα μυστικά, στη νύχτα, στην ψυχή
η απαλή καμπύλη στο αύριο
το χι στο χάδι ή στο χώμα της πατρίδας σας

όταν το κάτι αυτό
το μάταιο οτιδήποτε τελειώσει
στο τίποτα η αγάπη ξεχασμένη θα υπάρχει
θα σας αγγίζει απαλά
θα σας ζητάει χαμογελώντας το αδύνατο

Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας (1997)

κόκκινο ξέφτι στο κατώφλι του κόσμου

λάμψεις πολύχρωμες και μαγικές κραυγές
ένα κόκκινο ξέφτι στο κατώφλι του κόσμου

δεν βλέπω
δεν σημαίνει δεν υπάρχω
πίσω απ' την όρασή μου
ρέουν ηφαίστειοι ποταμοί
φτεροκοπούν χίλια πουλιά
υφαίνεται με θαύματα
το μαγικό χαλί του κόσμου

στρώματα αλλεπάλληλα καλύπτουν
τα μυστικά που γεννηθήκαμε γνωρίζοντας
το άπειρο που εμπεριέχεται στο κύτταρο
το αιώνιο στο προσωρινό
η μουσική στη νότα

φως που υπερβαίνει την ταχύτητά του
ήχος που υπερβαίνει
τη μέγιστη και την ελάχιστη έντασή του
θνητός που υπερβαίνει τη φθορά του

λάμψεις πολύχρωμες και μαγικές κραυγές
ένα κόκκινο ξέφτι στο κατώφλι του κόσμου

την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας

την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας
εισπλέει αθόρυβα
στις γκρίζες γειτονιές του κόσμου
ο μέλλων χρόνος ως πέλμα αιλουροειδούς

ελεύθερο
το πάνσοφα αθώο βλέμμα των νηπίων
στον παρελθόντα χρόνο εναποθέτει
τα πορφυρά ενδύματα της εξουσίας

από το άλφα ως το ωμέγα
ευθύς τα γράμματα ενώνονται και ενοποιούνται
στο σχήμα του ήλιου ανατέλλουν τα παράθυρα
αρχαίοι λινοτύπες
συνθέτουν τίτλους με λευκά πουκάμισα
και κάτω από τα υψωμένα χέρια
το αύριο έκθαμβοι αναγγέλλουν στους εξώστες
κορίτσια αστραφτερά σαν χελιδόνια
με το άπειρο ολοζώντανο στα μάτια τους
στις στέγες αιωρούνται
και τα ερωτικά προαύλια
φωτιά από σύννεφα απλωμένη στα μαλλιά τους
συστάδες δέντρων διαρρηγνύουν την άσφαλτο
και σιωπηλά αναδύονται στο φως

έφηβοι κωπηλάτες λάμνουν
το πυροτέχνημα κορμί
και στο γαλάζιο εξακτινώνονται
ενώ τριγύρω τα περίπτερα
λικνίζονται στη μουσική
που ηδονικά τις χαραμάδες διαστέλλει

παρέκει ούτε μια μοίρα αστέρι μου
λιγότερο ούτε ένα στίχο από τον ουρανό

ο κηπουρός των άστρων


εξόριστος
απ' όλους τους περιφραγμένους κήπους
φυτεύει νυχτολούλουδα σε άγριο χώμα
και τα ραντίζει με σταγόνες φως

στον ίσκιο εκείνα ενός μαντρότοιχου
κρύβουν προσεχτικά τους σπόρους τους
κι ανέμελα στον άνεμο τους παραδίδουν
μεταναστεύουν το φθινόπωρο στο αόρατο
και απροσδόκητα ξαναφουντώνουν μεγαλύτερα
το τελικό σίγμα της άνοιξης
όταν προφέρει ο χρόνος

με σκόρπιες πινελιές
στα φύλλα τους χορεύει το αύριο
κίτρινα χρώματα φούξια και μωβ
το σούρουπο φεγγοβολούν στο κούτελο

εξόριστος
απ' όλους τους περιφραγμένους κήπους
ο πρεσβευτής του εγγύτατα απρόσιτου
στη γη προσφέρει όνειρο
τον ουρανό

έσχατη λάμψη των ματιών


με την έσχατη λάμψη των ματιών
εισπλέουμε στον άπειρο χρόνο
στο έλεος που συνθέτουν τα φωνήεντα της σιγής

σε μιαν άλλη διάσταση ανήκουμε τώρα
προσπελάσαμε το απαγορευμένο υψίπεδο
που εκμηδενίζει την ανθρώπινη οδύνη
κατακτήσαμε τη θάλασσα της ουτοπίας
ακούσια εγκαταλείποντας στον γρανίτη
το οπτικό πεδίο της οπισθοφυλακής

από μας δεν μπορείτε πια να ζητήσετε
ούτε μια προσωρινά παρήγορη αυταπάτη
η ψυχή μας πάλλεται και δονείται
σε χώρο της αιώνιας απουσίας
υπήρξαμε ένα παιδικό μυστικό
που συγχέεεται με τ' όνειρο
και παραμένει ανεξιχνίαστο

οι γειτονιές του παρελθόντος χρόνου


απόμεινε
ένα γυμνό παράθυρο
οικείο σαν αίνιγμα
που η λύση του ανεξήγητα σου διαφεύγει
μια σιδεριά σε μισογκρεμισμένο τοίχο
ένα τραπέζι
με αποτυπώματα φωνής και χνώτου
κι ο άνεμος που υπενθυμίζει την αγάπη
αχνά στις συλλαβές των ονομάτων τους

απόμεινε
ο αφρός στην κορυφή του κύματος
που σαν λουλούδι ανθίζει και μαραίνεται
μια μουσική
που ανεπαίσθητα στο αίμα σου εισβάλλει
και παραμένει μακρινή
όσο κι αν ανιχνεύεις την πηγή της

απόμεινε
προσωρινά αόρατο ένα χαμόγελο
από τις γειτονιές του παρελθόντος χρόνου
που ξαφνικά θα φωτιστεί μες στο σκοτάδι
σαν μια απόδειξη ζωής που δεν τελειώνει

Άφυτος, 1



ανάμεσα σε δυο κόκκινες στέγες
το σιωπηλό πράσινο της συκιάς
διαλέγεται με τους κυματισμούς του γαλάζιου
ως τη θαμπή υπόνοια της μακρινής ακτής
ως το βάθος τ’ ουρανού που ψηλαφούν οι υδρατμοί
ως τις αστραφτερές ζωντανές ανταύγειες
που βασιλεύουν κάτω απ’ την επιφάνεια

λευκά πλεούμενα διασχίζουν το αόρατο φως
μαύρες σαϊτες διαγράφουν απροσδιόριστα σχήματα
πάνω από την επίκληση των δέντρων
πάνω από τη πελεκημένη πέτρα
τρυφερή όπως το δέρμα και το άγγιγμα

στους λόφους αιωρούνται νότες
από τ’ αρχαία έγχορδα της παραλίας
όπως φόρεμα πολύχρωμο που θροϊζει στο χόρτο
ένας ξένος μαθαίνει να συλλαβίζει τη γαλήνη
ένα παιδί απλώνει τα παιχνίδια του στο χώμα

οι απαντήσεις βρίσκονται όπως πάντα εδώ
και χαμογελούν με καλοσύνη
σε χιλιάδες μάταια ερωτήματα

Άφυτος, 2



είναι γλυκό το φως
αιώνες που ωρίμασε στην απουσία
και αναδύεται τώρα σε αρχαία ερείπια

αστράφτουν γύρω τα ταπεινά του κόσμου
φύλλα ζουζούνια αγριόχορτα
μια σαύρα ακίνητη στο πρόσωπο της πέτρας
σαν προσευχή η μοναχική γυναίκα
στον δρόμο που ανεβαίνει προς τα μνήματα
ανάμεσα σε ξαφνικά λιλά και κίτρινα

είναι γλυκό το φως
μετά το ατέλειωτο ταξίδι στο σκοτάδι
και η μικρούλα έρημη εκκλησιά
με το θαμπό της κόκκινο