μια ανθολογία των ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη

αn anthology of Tolis Nikiforou's poems with pictures by Julia Fortouni.

αγάπη θάνατος

το διπλό άλφα της αγάπης
εμπεριέχεται στις συλλαβές του θανάτου
που δίνουν μιαν υπόσχεση αρχής
σε κάποιο ανεξιχνίαστο μέλλον

όταν λοιπόν τα πάντα ενοποιούνται
μήπως ταυτίζεται και η αγάπη με τον θάνατο;

καθώς στρέφεται η ύπαρξη στην πηγή της
όπως ο νους του ξενιτεμένου στην πατρίδα
μήπως οι λέξεις διαστέλλονται
και χάνουν το ιδιαίτερο νόημά τους
αγγίζοντας το μικρό δαχτυλάκι του θεού;

θάνατος είναι η μύτη μιας καρφίτσας
που σκάζει το παιδικό μπαλόνι της ζωής
και μέσα από το επιφανειακό σκότος
προσδίδει στην αγάπη μιαν ανυπέρβλητη λαμπρότητα

το έσχατο ίσως κύτταρό μου

κάτι ακαθόριστο
το έσχατο ίσως κύτταρό μου
αρνείται πάντοτε ν' αποδεχτεί τον θάνατο
κάθε προσωρινή παρηγοριά
κάθε προσωρινή αγάπη

κάτι στις ρίζες των ματιών μου
τώρα και πριν
κι ίσως μετά από μένα
αρνείται αμείλιχτα ν' αποδεχτεί τη λογική
τα λάθη μου κι αυτά τα δάκρυά μου

κάτι ελάχιστο
μοναχικό
πανίσχυρο κι ανυπεράσπιστο
κάτι εξόριστο πλασμένο από το φως
ορθώνεται και λάμπει απελπισμένα
και στρέφεται προς την πηγή
και την πατρίδα του

πηχτή σταγόνα

παράξενο πυρωμένο πουλί
ή δροσερό ένα φύλλο
έστω πηχτή σταγόνα χρώματος
να υπήρξα
να γίνω κάποτε άραγε
στα φωτεινά λιβάδια των ματιών σου
Μαρκ Σαγκάλ

με μιαν ανάσα πάλι
ζητώ τα πάντα
ή το τίποτα
τα πάντα μέσα από το τίποτα
καταποντίζομαι στο πριν και το μετά
στον ακατάτμητο παρόντα χρόνο

ψυχή αχόρταγη είναι το χάος
αφετηρία και τέρμα, διάρκεια
πατρώα γη

αιώνια λάμψη του προσωρινού



με χαίτη φεγγαροσυρμή
βλέμμα της γης στον ουρανό
αχ καθαρόαιμο φαρί
αχ άνοιξη
μήνυμα του θνητού στο ακαταμέτρητο
σιγά σιγά πώς γλύστρησες στη φρονιμάδα
στον παγωμένο βάλτο της
αιώνια λάμψη του προσωρινού
πώς έσπασες τα φτερωτά σου πόδια

έλεος της νύχτας

εξαϋλώνοντας το υπαρκτό των αισθήσεων
προσφέρει το δικό της υπέρτατο έλεος

η νύχτα επουλώνει κάθε πληγή
σβήνει απαλά κάθε μνήμη
μέσα στην παγκόσμια συνείδηση

στο άφθαρτο βελούδο της
η ψυχή αιωρείται σαν πούπουλο
υπερβαίνει την ανθρώπινη αγάπη
και ταξιδεύει στους μυστικούς δρόμους του γαλαξία
με μιαν εκθαμβωτική ακεραιότητα

γενέθλια πόλη, 1


αγιόκλημα και ψάθινες καρέκλες
για να τσιμπολογάνε τα παιδιά
απ’ τα χουνάκια με τα τυπωμένα φύλλα
κι από το καλοτάξιδο πανί της Αίγλης
σπόρια ονείρου

εκεί στο τέρμα της ανηφοριάς
ο ήλιος ν’ αμολάει απλόχερα τους ήχους
από τα κατρακύλια και τα ξύλινα πατίνια
στο καλντερίμι της Αγνώστου Στρατιώτου

αριστερά και δεξιά πιο κάτω
ν’ απλώνεται η πλατεία ουρανός
με τα αρχαία λουτρά του Παραδείσου
και τ’ άσπρα σύννεφά της ν’ ανεμίζουν
σημαία στο καμπαναριό του Άη Δημήτρη

μέσα απ’ τη γη να ξεπροβάλλει
η ανθισμένη Παναγία Χαλκέων
όλα στη θέση τους αμετακίνητα
όπως το χέρι του πατέρα
τους εφιάλτες στο σκοτάδι όταν έδιωχνε

η φλόγα απ’ το δαδί να λαμπαδιάζει
στο πρωινό δωμάτιο του χειμώνα
κάθε κατώφλι μια ζεστή ποδιά
και ο βαρδάρης άγριος παγερός και οικείος
ένας μεγάλος αδερφός, μια βεβαιότητα

διαρκώς να αλλάζουν και να μένουν
όλα στη θέση τους αμετακίνητα
αμετακίνητη η Πλατεία Δικαστηρίων
απ’ όπου ξεκινούσε κι όπου τέλειωνε
η Εγνατία Οδός αυτού του κόσμου

λέξεις αμετανόητες




τα χρόνια μου έζησα εξόριστος
ένας μισοσβησμένος στίχος
σ' αρχαία μετόπη της γενέθλιας πόλης

μέσα στο κάθε κύτταρό μου
ήταν γραμμένη η προαιώνια ουτοπία
έτσι ακριβώς όπως την είχε ονομάσει
ο καθημερινός τριγύρω θάνατος

πάντα ταξίδευα
αφού ο βαρδάρης σου με γέννησε
και το άλφα της αγάπης σου
με σφράγισε πατρίδα
αφήνοντας ορθάνοιχτες τις πύλες μου

ποτέ το ψέμα δεν προσκύνησα
την ποίηση δεν εγκατέλειψα
τα κάστρα στο γαλάζιο όταν προσεύχονται
πέρα ως πέρα φωταγωγημένα
από τα μάτια των παιδιών

Ξένες χώρες (1991)


(το εξώφυλλο της συλλογής)

ξένες χώρες


πέρασα από τον ύπνο σε δωμάτιο σκοτεινό
γύρισα σε μιαν άλλη ξένη χώρα

πίσω απ' την πόρτα ζει ο δικός μου κόσμος
από τη χαραμάδα εισρέει
και στα θαμπά μου μάτια διαχέεται
ηχεί το σήμαντρο μιας παιδικής φωνής
ανάμεσα στο τέλος την αρχή
τις σκόρπιες συλλαβές των λέξεων
απλώνεται καπνός κρασί
μεθυστικό ανθρώπινο άρωμα
ακούγεται ένα γέλιο κοντινό
σαν γυναικεία δάχτυλα που ανιχνεύουν
τη μουσική κάτω απ' το δέρμα

πίσω απ' την πόρτα ζει ο δικός μου κόσμος
το φως στον ύπνο που δεν χάρηκα
το φως που τώρα δεν αγγίζω
καθώς ξεφτίζει στο κατώφλι μου

πέρασα από τον ύπνο σε δωμάτιο σκοτεινό
γύρισα σε μιαν άλλη ξένη χώρα

ο πόνος της ματιάς που υπήρξε



καπνόν αναθρώσκοντα
μέσα από θάλασσες δακρύων
σε ξένο ορίζοντα να διακρίνω αδυνατώ
πατρίδα

δεν είναι αυτή η πόλη που με γέννησε
σ' άλλη διάσταση εκείνη ταξιδεύει
ακέραια με τα σκυθρωπά της μέγαρα
με τα τουρκόσπιτα και τα φτωχόσπιτα
με φύλακες τα κάστρα της και τους νεκρούς της
κι ένα βαρδάρη απ' την πηγή του χρόνου
να αλυχτά απροσκύνητος στα καλντερίμια της

κάποιος για πάντα χάθηκε στ' αλλότριο πλήθος
τον παραπλάνησε η νοσταλγία της ακτής
ο πόνος της ματιάς που υπήρξε

κατάδυση



περιπλανήθηκα σε σκοτεινούς θαλάμους
βγήκα σε δάση σιωπηλά με αιωνόβια δέντρα
ν' ανακαλύψω παιδικές ηδονικές κρυψώνες
λιβάδι κεντημένο πάπλωμα με παπαρούνες
κείνο τον άνεμο γαλάζιο από τα μακρινά βουνά

και μόνος έμεινα στην ξένη αγαπημένη χώρα
που μέσα μου απλώνεται για πάντα ανεξερεύνητη

αν με τα δάκρυα μπορούσα
την απαγορευμένη είσοδο να προσπελάσω
τη μυρωμένη σάρκα της ν' αγγίξω μια φορά
και με τα μάτια κάρβουνα να δω

μοναξιά


έρημος είναι μια θάλασσα χωρίς νερό
θάλασσα είναι μια έρημος χωρίς άμμο
μια έρημος και μια θάλασσα συνθέτουν τον ουρανό
ένα θε κι ένα ου
όπου καταποντίζεται πλησίστια η ψυχή μου

λάλον ύδωρ

τώρα που η πηγή έχει στερέψει μέσα μου
στο πιο βαθύ κουρνιάζω μέρος της σπηλιάς μου
και μελετώ τον ύπνο σου
μετράω πολλές φορές τα δάχτυλά σου
τις φανερές και τις κρυφές ελιές στο σώμα σου
εισπνέω το χνώτο σου
αποκρυπτογραφώ τα μυστικά που διαγράφουν
οι ανεπαίσθητες κινήσεις των χειλιών σου

είσαι τόσο μικρός
όσο ο πιο μεγάλος σοφός του κόσμου

γνωρίζω πάλι πώς και γιατί
φύλλο το φύλλο απόρθητη
στην έρημο η όαση θα φυτρώσει

αποχαιρετισμός

σου χαρίζω μια πήλινη στάμνα
με νερό δροσερό για τον δρόμο
την εξαίσια θύμηση
όσων πια δεν υπάρχουν

σου χαρίζω μιαν απέραντη γη
στον ορίζοντα κι ίσως πιο πέρα
την εξαίσια λάμψη εκείνων
που ποτέ δεν υπήρξαν

τη ζωή μου χαλί σου απλώνω
κι εκεί πάνω μια μια σου χαρίζω
τις λέξεις όλες
που έγραψα ή πρόφερα ποτέ

λίγο κόκκινο τώρα
κάτι γαλάζιο
από μένα έχει μείνει
ό, τι κάνει να φέγγει απαλά
με το χάραμα το μέτωπό σου

ιχνηλατώντας το φως

σε μυστικά κλαδιά στων άστρων
θ' αναζητήσω ξέφτια από το φόρεμά σου
ιχνηλατώντας σκοτεινά μονοπάτια
με τα τυφλά μου μάτια θα τρυπήσω
τον μελανό πολτό της μοναξιάς

μια αιωνιότητα ανυπαρξίας
βυθισμένος στ' απόνερα ενός πλοίου
πούχει πια χαθεί στον ορίζοντα
βυθισμένος στην τροχιά ενός άστρου
πούχει ήδη συρρικνωθεί στον αρχικό του πυρήνα

απρόσιτος μέσα στο μέσα μου
απρόσιτος στο πρώτο μου κύτταρο
απρόσιτος στη μελλοντική μου έκρηξη
απρόσιτος αναδύομαι και αγγίζω
την τελική διάσταση του χρόνου

υποθαλάσσια σήμαντρα
μετουράνιοι διάττοντες
ένας αστραφτερός ψίθυρος στις παρυφές της σιγής
φωτεινό προοιωνίζεται το φως

ελπίδα



γυμνές σου στέλνω αυτές τις λέξεις
μέσα σε γκρίζους υδρατμούς
το γράψιμο που κάνουν ακατάληπτο

μικρή σου στέλνω μια ζωγραφιά
που όμως πια δεν ξεχωρίζει
κάτω απ' το χρώμα του ασβέστη

σινιάλο καπνού σου στέλνω
με την κουβέρτα τρύπια απ' το σαράκι
σε δέκα μου σπασμένα δάχτυλα

αθόρυβα έπεσε η βροχή και ανέβηκε το κύμα
ως τη σπηλιά που ακόμα κατοικούμε
από την καπνοδόχο αθόρυβα δραπέτευσε η ζωή
αθόρυβα σηκώθηκαν στην πλάτη τα φονικά εγχειρίδια

από τις κόρες των ματιών μου
σου στέλνω τέλος πράσινο ένα φύλλο

τα δέντρα



εξόριστα παιδιά τ' ουρανού
για την απόλυτη αθωότητά τους
χωρίς πίκρα κατάντικρυ στο γαλάζιο
ανοίγουν μεγάλα πράσινα μάτια
κι άλλες φορές κίτρινα ή κόκκινα
χορδές της μουσικής και της μοναξιάς τους

τα δέντρα υμνούν το φως
ανάβοντας σιωπηλά το κάθε τους φύλλο
ψιθυρίζοντας ένα παιδικό τραγούδι
αγγίζοντας τη φουντωτή ουρά του ανέμου
φιλοξενώντας πουλιά κι αστέρια
έτσι μιλώντας για το απρόσιτο

τα δέντρα
ένα ουράνιο τόξο που φύτρωσε στη γη
φωτίζουν γαλήνια την αιωνιότητα
για τον άνθρωπο

καταγωγή


τι νάχει απογίνει ο πατέρας
ατμός θαλασσινού νερού
κι ύστερα σύννεφο που ταξιδεύει ανατολικά
αφράτο χώμα μήπως
της γλάστρας στο περβάζι
λουλούδι που ανθίζει
αλλάζει χρώμα και μαραίνεται
ή μήπως άγγιγμα
εκεί που δεν υπάρχει χέρι
δάκρυ αλμυρό
εκεί που δεν υπάρχει μάτι
σπάνια χαμόγελο
που διαγράφεται αχνό στην πρωινή ομίχλη

σε ξένη χώρα γύρισε ο πατέρας
σε χώρα άγνωστη μα και παράξενα οικεία
κει που πηγάζει απρόσιτο το φως
και μεταγγίζεται στο βλέμμα των παιδιών
και μέσα σε οδυνηρή διαφάνεια
μου γνέφει

oύτε ένα ξέφτι απ' το χαμόγελό σου

Photobucket

μου λείπει η άνοιξη
η άνοιξη μετά βαρύ χειμώνα
που πλημμυρίζει τον αέρα φτερουγίσματα
το φως μου λείπει
απ' τα γαλάζια μάτια σου
τις επτασφράγιστες τώρα μητέρα
πύλες του κόσμου

μου λείπει τ' όνομά μου στα δικά σου χείλη
αυτά που μόνο εσύ για μένα ήξερες

τώρα δεν μένει τίποτα
ούτε το θρόισμα από το φόρεμά σου
μια νότα απ' τη φωνή σου
μικρό ένα ξέφτι απ' το χαμόγελό σου
τώρα δεν μένει
παρά να σκεπαστώ μ' αυτό το τίποτα
και στο κενό βουβός να βλέπω
κάποιον που θάλεγες πώς είμαι εγώ
σαν τον χλωμό αντικατοπτρισμό
μιας παιδικής φωτογραφίας σου

άλφα στερητικό



μερικές φορές χαμογελούν ανεξήγητα
δεν ενδίδουν όμως ποτέ
ασυγκίνητοι μένουν στα δάκρυά μας
απρόσιτοι
όπως ο μυστικός κρουνός
που τη νύχτα σκορπίζει στον κόσμο

οι νεκροί
για πάντα άτρωτοι από τη μοναξιά ή την αγάπη

ο πλοηγός του απείρου (1986)

(το εξώφυλλο της συλλογής)

ο πλοηγός του απείρου, 1




είναι ανεξακρίβωτες οι προθέσεις του
καθώς σιωπηλός μας οδηγεί
πέρα από τις γνωστές θάλασσες
πλοηγός του απείρου
με πρόσωπο σκοτεινό

έχουν πολλά να εξερευνήσουν
τα τυφλά μας μάτια
τα μυστικά της άλλης όχθης
τι κρύβεται πέρα από την αγάπη
πώς από μαύρο πυρήνα
εκσφενδονίζεται ακέραιο το φως

ο δικός του ουρανός
είναι μια έρημος με υπόγεια νερά
ένας ανεξερεύνητος γαλαξίας
όπου καίγονται οι ψυχές σαν άστρα

ο πλοηγός του απείρου, 4


ξυπόλητος βαδίζοντας στην έρημο
καπνίζω το χαρμάνι γης κι ουρανού
η κάφτρα από τα μάτια μου
τρυπάει την αιώνια σκοτεινιά
και λάμπει σαν αστέρι

δουλεύω μεροκάματο στις σκαλωσιές του απείρου
μέσα στο αίμα των αθώων
και τα σκατά των δολοφόνων
ένα παραμυθένιο κόσμο χτίζω της φαντασίας μου

μιλάω με τη φωνή της αρμονίας του χάους
στα σπλάχνα της αβύσσου δίνω ζωή
δίνω φωτιά και δίψα
προσφέρω την ψυχή μου σαν ποτάμι
μαύρο ψωμί για τους σκληρούς καιρούς

μυστικοί δρόμοι, 3


ο πελαργός ταϊζει τα μικρά του
με ψήγματα ουρανού
είναι η στιγμή που τα φτερά
κρατάει στη στέγη διπλωμένα
ή μήπως όχι
το ένα πόδι υψώνοντας
και το λευκό κηρύκειο του λαιμού

δική μου γλώσσα ο πόνος

γυμνός απέραντος ανυπόκριτος
εν αρχή ην ο πόνος
το μέγα της γης μαγνητικό πεδίο
η σφραγίδα των αιώνων

σύντροφοι, αντιλάλησε
ο υπέρτατος ειρηνοποιός
άστρα είναι τα δάκρυα του θεού
πάνω στο ανθρώπινο δράμα

η κραυγή που αναθρώσκει στον σύμπαντα κόσμο

γράμμα




στην Ισιδώρα


συγχώρα με για τον βαρύ χειμώνα
σου αναγγέλλω την επιστροφή των πελαργών
και σου χαρίζω δυο μικρά ποιήματα
να στροβιλίζονται στον κήπο σου
σαν ανοιξιάτικες νιφάδες
είσαι καλά;

τρωγλοδύτης

σχεδόν απίστευτη κάποια αγνότητα
σχεδόν αλλιώτικη κάποια ζωή
στη ξεχασμένο πίνακα αντιφεγγίζει
σχεδόν κάποια ευτυχία

κάποια μοναδική στιγμή κρυσταλλωμένη
στο πιο βαθύ και φωτεινό κρησφύγετο της μνήμης

ο εσωτερικός εχθρός


σε μυστικά κυκλώματα του εγκεφάλου
και σε άγνωστες διαστάσεις των κυττάρων
ελλοχεύει ο θανάσιμος αντίπαλος
ένας καταχθόνιος συνωμότης
που απεργάζεται την καταστροφή μας
με αξιοθαύμαστη υπομονή

να φοβάσαι την πικρή γεύση της μοναξιάς
και το ανεξερεύνητο φάσμα της αλήθειας

η μόνη ανθρώπινη φωνή

ας έλεγε ο Αντώνιος
τα τραύματα του Καίσαρα
πως ήταν στόματα βουβά
στην εποχή μας οι πληγές
συνθέτουν μουσική
και γράφουν στίχους
είναι η μόνη ανθρώπινη φωνή
ενώ βουβοί οι δολοφόνοι
μονότονα ακονίζουν το μαχαίρι

μοίρα αγαθή

στην Ισιδώρα

αν είσαι πράσινο φύλλο
σ' έρημο καπνομάγαζο
κι ούτε μια αχτίδα ήλιου
διαπερνά τα σκονισμένα τζάμια
όταν σε έσχατη απόγνωση
γυρεύεις τις πηγές σου
θυμήσου πως στην κωμόπολη σουγκ-λι της κίνας
υπάρχω εγώ
περίτεχνο ψηφιδωτό και φως
προορισμένος να χαϊδεύω τα γυμνά σου πέλματα

κασταλία πηγή




γαλάζιο σύννεφο
μικρό πουλί
δώρο της τύχης και της άνοιξης
σαν ινδιάνος ονομάζω το παιδί μου

ζεστή φωτιά
αρκούδας γούνα απαλή
ανθισμένο καλύβι σ' ένα κόσμο ερημιάς
σαν εσκιμώος ονομάζω το παιδί μου

πρωινή δροσιά του χόρτου
φτερουγίζει στο μέτωπό του
η ανάσα του σαν κόκκινο μπαλόνι
υψώνει επίκληση στον ουρανό
με δέος η απεραντοσύνη
αγγίζει τα δυο του χρόνια

κι εγώ ισοβίτης από τοίχο σε τοίχο
τα βήματά μου που μετρούσα
λούζομαι τώρα στις μυστικές του λέξεις
με τα νύχια στην πέτρα ζωγραφίζω το φως

φαιά άρκτος

αιώνες μακριά περιπλανιέται
από τον κόρφο της σπηλιάς
σέρνοντας τα μοναχικά της πέλματα
σε ξερά φύλλα

με γεύση εξαίσια από μέλι
ψηλά κρατώντας το άγριο μαλλιαρό κεφάλι
αναζητάει στα πυκνά φυλλώματα
τους ανεπαίσθητους ιριδισμούς
και τη φωτιά κάποιου κρυμμένου ήλιου

με νύχια φοβερά και δόντια
και γούνα απαλό μετάξι
έρημη κυκλωμένη από ύαινες και λύκους
βραχνή ακούει τη φωνή της
ν' αντιλαλεί στους βράχους

είναι η φύση της αυτή
αυτός ο δρόμος
αυτά τ' αστραφτερά της μάτια

θέα απ' τη λεκάνη της ξενιτιάς

το κρύο μπαίνει απ' το σπασμένο τζάμι
μπαίνει το μαυροπούλι με το ράμφος του
και το αχνό διάγραμμα τριών σπιτιών
μπαίνει μια λυγερή αφρικάνα
με τις αυθάδικες γροθιές για στήθια
μπαίνουνε γλάστρες κίτρινες, πορτοκαλιές
ρούχα που κυματίζουν στο σχοινί
κάποιος που πίνει απέναντι καφέ
σκυφτός και μόνος

το κρύο μπαίνει γκρίζο απ' το σπασμένο τζάμι
μπαίνει σκυφτό και μόνο
η μουσική ακούγεται
σαν νάναι λάθος οι στροφές του δίσκου

επίλογος

έστω λοιπόν
όταν στεγνώσει το ποτάμι
όταν στερέψει η μνήμη
αίμα, δάκρυ κι ιδρώτα
ας είναι η αθωότητα το τελευταίο ψήγμα
στης φύσης που απομένει την τραχειά παλάμη

έστω λοιπόν
η έσχατη αυτή γαλήνη
τα πρόσωπα ας κρυσταλλώσει των πεθαμένων
για να βλαστήσουν στα τυφλά τους μάτια
κίτρινες πεταλούδες
φωνές παιδιών
μια στήλη ίσως καπνού που χαιρετίζει
τον γυρισμό από ατέλειωτο σκοτάδι

έστω λοιπόν
αν είναι η νύχτα να σφραγίσει αυτόν τον κύκλο
κάτω απ' τις ρημαγμένες πέτρες
ας μπουμπουκιάσει ένα καινούριο φως

Eλεύθερος σκοπευτής (1982)


(το εξώφυλλο της συγκεντρωτικής έκδοσης του 1982
που περιλαμβάνει τη συλλογή Ελεύθερος σκοπευτής)

ποίηση 1982

οι δικές μας οι λέξεις
είναι λέξεις σκληρές και μεγάλες
μυτερές σαν καρφιά
λέξεις όπως το ξεραμένο πύο
μαύρες όπως τα φλέματα
που βγάζουνε κάθε πρωί τα σωθικά μας
οι καπνοδόχες των εργοστασίων
τα τραίνα που αναπόδραστα ακολουθούν τις ράγες
κόκκινες λέξεις
όπως ο ήλιος ο μοναδικός
και το λουλούδι που σπαραχτικά ανθίζει
σε στεγνό και κατάμαυρο χώμα

οι δικές μας οι λέξεις
είναι λέξεις γυμνές
λέξεις γεμάτες τραύματα
συστατικά στοιχεία, αναγραμματισμοί
και μόρια της ίδιας αγωνίας

οι δικές μας οι λέξεις
προκηρύξεις κι αφίσες του τοίχου
φωτισμένα παράθυρα στο σκοτάδι της νύχτας
που αφυπνίζουν την πόλη
όταν κλείνει με πείσμα τα μάτια
στη γραφή του θανάτου

αυτές οι τελευταίες λέξεις
πριν κάθε εκτέλεση
πριν κάθε μεταμφίεση του καθημερινού θανάτου
τα δικά σου είναι δάχτυλα που γνωρίζουν το χάδι
είναι λέξεις κραυγές
οιμωγές και ελπίδες
που δοξάζουν το φως
που μετράνε με δέος το μπόι τους
και δεν τρέμουν

ίσως κάποτε τα δικά μας παιδιά
να μιλήσουν με άλλη φωνή
να βαδίσουν με ξένοιαστο βήμα
πάνω στις νότες της δικής μας μουσικής
και στους κυβόλιθους του δικού μας αγώνα

αδερφοσύνη, 1

σκιά και άρωμα θανάτου
στα μεγάλα κάτοπτρα του δρόμου
η αγωνία στο χνώτο
η αγωνία στο άγγιγμα και τον σπασμό
ποιός κράτησε στο βλέμμα του
τόση ερημιά και τόση λύπη
ποιός αναζήτησε στις άναρθρες κραυγές
ανθρώπινη ομιλία να συνθέσει
ορυμαγδοί και βογγητά
σκιά και άρωμα θανάτου

τα δάκρυά σου τρέχουν στις φλέβες μου
δεν είσαι μόνος

χειμωνιάτικος ήλιος, 2








όπως ψηλά οι γκρίζες στέγες των σπιτιών
φωτίζονται νοσταλγικά
από τον ήλιο του χειμώνα
ακόμα βουτηγμένες στη βροχή

όπως το μακρινό βουνό
υψώνεται και αιωρείται πάνω στη θάλασσα
σχεδόν αγγίζει την ακτή
μέσα στη διαφάνεια του πρωινού αέρα

όπως τα μάτια της γάτας
ανθίζουν με μικρές φωτιές τη νύχτα
έτσι και το χαμόγελό σου μπουμπουκιάζει
ανάμεσα στους τοίχους και την άσφαλτο

είσαι ένα φύλλο πράσινο
με φλέβες νοτισμένες από τη βραδινή δροσιά
μια κίνηση ανάλαφρη που ζωντανεύει τη χαρά
ένα γλυκό του κουταλιού
ένα νερό στον δίσκο της γιαγιάς
μέσα στην κάτασπρη αυλή της συνοικίας

μάταια λόγια


πόρνες και μαστρωποί
θα διαβάσουν το πολύτιμο αίμα μου
έντρομοι θ' αποπειραθούν
σ' αραχνιασμένα ράφια να το κρύψουν
με τρεις αδιάφορες λέξεις
να προδώσουν το χρώμα του
τους νέους να παραπλανήσουν

όμως εγώ
μες στο περίλαμπρο κλουβί
σαν άνεμος θα εισχωρήσω
μ' αυτά τα μάταια λόγια
θα κλέψω τ' ακριβά παιδιά σας
με το φαρμάκι της αλήθειας
εχθρούς και ξένους θα τα μεγαλώσω
οράματα θα ορθώσω
εμπόδιο στις καθημερινές συναλλαγές

η επανάσταση κυοφορείται
μέσα στα πεθαμένα σπίτια σας

πορεία στην ομίχλη



θα πω λοιπόν τα δυο μου λόγια
κι εγώ πριν φύγω με τη σειρά μου
θα περπατήσω σχεδόν τυφλός στα σκοτεινά
μ’ ένα παράφωνο τραγούδι
μιλώντας σε φανταστικούς διαβάτες
σφίγγοντας το ένα χέρι μου με το άλλο
σαν νιώθω μόνος

μες στην ομίχλη θα σηκώνονται
φωνές το ίδιο αλλότριες
είτε σημαίνουνε χαρά είτε λύπη
σφυρίχτρες διαπεραστικές και σάλπιγγες
αλαλαγμοί και βογκητά
ο σκουριασμένος στεναγμός
μιας βρύσης δίχως νερό

σημαίες θα ανεμίζουμε γιορταστικά
στο περιθώριο της νύχτας
λάβαρα με χρώματα παράδοξα
αλλόκοτους συνδυασμούς

θα ματώσω χέρια και γόνατα
τη γλώσσα θα δαγκώσω χτυπώντας σε τοίχους
θα εξουθενωθεί το κορμί μου

τίποτα όμως δεν θάχω να φοβηθώ
καθώς ο δρόμος θάναι πια μέσα μου
οι φλέβες και τα νεύρα
αυτή η σπονδυλική μου στήλη

αν μου μείνει μια κλωστή
απ’ αυτή θα κρατηθώ
μισό δευτερόλεπτο πριν σπάσει
αν μου μείνει μια αχτίδα φως
ας οδηγήσει ένα μονάχα βήμα

συνέπεια, 2





μέσα μου ζουν και ανασαίνουν
δυο άγριοι διψασμένοι λύκοι
όσα ποτέ δεν έπραξα
κι όσα σε κρίσιμες στιγμές έπραξα λάθος

είναι φορές που ο πόνος γίνεται αφόρητος
καθώς ρουφάνε ανελέητα
το πιο καθάριο αίμα της καρδιάς μου

ο θάνατος του ποιητή, 2




μια πέτρα θ' απομείνω
ολοστρόγγυλη
που ρούφηξε άπληστα το φως
των παιδιών τις τρελές φωνές
αγριόχορτα και μικρά λουλούδια
χωρίς δισταγμό τον ιδρώτα του περαστικού
στις φλέβες της το δάκρυ που κυκλοφορεί
διάφανο σαν διαμάντι
μια πέτρα που κάποτε θα χτίσει
γειτονιές του δικού της ήλιου
μια πέτρα που τώρα αναπαύεται
στην ήρεμη ζεστασιά του δειλινού
κι έρχονται με το βάδισμα της πεταλούδας
κάτασπρη
οι γάτες ν' ακουμπήσουν την κοιλιά τους
με τη φωτιά της γλώσσας ηδονικά να γλείψουν
τα μπροστινά τους πόδια

μακριά η μέρα παραδίδεται βουβή
καθώς καινούριο μέσα μου μπουμπουκιάζει το φως