όπως ψηλά οι γκρίζες στέγες των σπιτιών
φωτίζονται νοσταλγικά
από τον ήλιο του χειμώνα
ακόμα βουτηγμένες στη βροχή
όπως το μακρινό βουνό
υψώνεται και αιωρείται πάνω στη θάλασσα
σχεδόν αγγίζει την ακτή
μέσα στη διαφάνεια του πρωινού αέρα
όπως τα μάτια της γάτας
ανθίζουν με μικρές φωτιές τη νύχτα
έτσι και το χαμόγελό σου μπουμπουκιάζει
ανάμεσα στους τοίχους και την άσφαλτο
είσαι ένα φύλλο πράσινο
με φλέβες νοτισμένες από τη βραδινή δροσιά
μια κίνηση ανάλαφρη που ζωντανεύει τη χαρά
ένα γλυκό του κουταλιού
ένα νερό στον δίσκο της γιαγιάς
μέσα στην κάτασπρη αυλή της συνοικίας
από τη συλλογή Ελεύθερος σκοπευτής, 1982
Winter Sun, 2
As, up high, the grey roofs of the houses
still drenched with rain
are lit nostalgically
by the winter sun
as the distant mountain
rises and hangs above the sea
nearly touching the shore
in the transparency of the morning air
as the eyes of the cat
make the night bloom with small fires
so also does your smile blossom
between the walls and the asphalt road.
You are a green leaf
with veins damp from the evening dew
a subtle gesture that revives joy
a spoonful of sweet preserve
a glass of water on grandma's tray
in the gleaming neighbourhood courtyard.
translated by Savas Patsalidis and Mark Plourde,
published in The Amaranth, Bulletin No. 5 (1983)
of the Modern Greek Study Program, University
of Toronto