ονειρεμένη πολιτεία του βορρά
ντυμένη τα βουβά σου χρώματα
μέσα σε μαγικές φωνές που προσκαλούν
μέσα σε στάλες καθημερινής βροχής
χρόνια που έζησα στη χαμηλή σοφίτα
περιπλανήθηκα στις γειτονιές σου
είδα τους κρόκους να ανθίζουν μέσα στο χιόνι
μέθυσα με το άρωμα των κοριτσιών σου
πλατείες που έχουν κατακτήσει τη γαλήνη
με γύρω τους τα σπίτια του παραμυθιού
απέραντοι κήποι και σκοτεινά παλάτια
βικτωριανά μέγαρα
απίστευτη πόλη
με το χαμόγελο στο πρόσωπο του αστυφύλακα
λεωφορεία κόκκινα με μυθικούς προορισμούς
πόλη της απεργίας
ράθυμη όπως το ποτάμι σου
με τη κατάλεπτη επιδερμίδα της ηδονής
παγκόσμια πόλη
με τις χιλιάδες εκδοχές της ίδιας γλώσσας
με τα χιλιάδες πρόσωπα του ίδιου ανθρώπου
με τις χιλιάδες εκκλησιές της ίδιας πλάνης
πόλη που έμαθες να ζεις χωρίς το πάθος
που κρύβεις με στοργή τα λάφυρά σου
στις αίθουσες των μεσαιωνικών κτιρίων
πόλη που κατορθώνεις να φιλοξενείς
και την υπεροψία των αγραμμάτων
και την ελπίδα των κατατρεγμένων
γυναίκες με παράξενα καπέλα
η μυρωδιά του καπνού και του ξύλου
το ευχαριστώ σε κάθε φράση
οι ανεξήγητες επιγραφές
και τα πολύβουα καπηλειά με τη ζεστή τους μπύρα
γυρίζεις κάθε τόσο πολιτεία του βορρά
και φανερώνεσαι χλωμή στον ύπνο μου
λουσμένη στο αβέβαιό σου φως
ποτέ, ποτέ, ποτέ δική μου
London 1967-1971
dreamy city of the North
dressed in your mute colors
your magic enticing voices
heard amid drops of everyday rain
for years I lived in a low attic
wandered in your neighbourhoods
saw the crocus blossom in the snow
got drunk on the aroma of your girls
squares in peace they have conquered
surrounded by fairy tale houses
vast gardes and dark palaces
victorian mansions
incredible city
with a smile on the policeman's face
red buses with destinations from myths
city of strikes
indolent as the Thames
city with a fine skin of sensuality
universal city
with a thousand versions of the same language
with a thousand faces of the same person
with a thousand churches of the same deceit
city that has learnt to live without passion
you hide your spoils with affection
in the halls of medieval buildings
city that has been successful in welcoming
both the arrogance of the ignorant
and the aspirations of the persecuted
women with strange hats
the scent of tobacco and wood
a ¨thank you¨ in every encounter
the inexplicable signs
the boisterous alehouses and warm beer
you return often, city of the North
you appear pale in my sleep
bathed in your uncertain light
but never, never, never mine.
Translated by Domna Pastourmatzi and Michael Mott
from Tolis Nikiforou, Me ti Fotia sta Matia (With the
Fire in the Eyes), 1982, Displacements, International
Quarterly, Volume 2, No. 4, 1996.
10 σχόλια:
ήρθα να πάρω τη δόση μου...
καληνύχτα!
Μόλις πριν από λίγο είχα πάρει εγώ τη δική μου από το ιστολόγιό σου. Επιτέλους εφαρμόζεται η δωρεάν χορήγηση και χωρίς καν συνταγή ιατρού.
Καληνύχτα.
δεν έχω λόγια για τη γραφή σου Ποιητή...
μόνο θα σου πω πώς ταξίδεψα στο Λονδίνο με όλες τις αισθήσεις...
:)
είσαι ο δεύτερος άνθρωπος που το καταφέρνει για μένα τόσο καλά και τόσο περιγραφικά (μετά τον Ντίκενς :P)
τα μεσημεριανά μου χαιρετίσματα :):)
Χαίρομαι πολύ, Πανδώρα μου, και σ' ευχαριστώ για τη θελκτική υπερβολή σου.
Αν θέλεις να μάθεις μέσα από ποιες εμπειρίες γεννήθηκε αυτό το ποίημα, διάβασε στο ιστολόγιο, Η γοητεία των δευτερολέπτων, τα τρία κεφάλαια για τη ζωή μου στην Αγγλία από το ομώνυμο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα.
Καλό βράδυ και καλό τριήμερο.
Γνωρίζω καλά το Λονδίνο και ταυτίζομαι απόλυτα με τις εντυπώσεις,τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου γι αυτή την όμορφη πόλη που όμως δεν έγινε ποτέ δική μσς.Καλό σου βράδυ Τόλη.
Ναι, Γιάννη μου. Ο πιο καλός μου φίλος στο Λονδίνο ήταν ο Παύλος Παυλίδης, Κύπριος που ζούσε εκεί 25 χρόνια, ήταν παντρεμένος με Λονδρέζα και είχε δύο παιδιά. Φυσικά ένιωθε πάντα ξένος.
Ένα όνειρο είναι πια η ζωή μου στο Λονδίνο μετά τόσα χρόνια. Και σαν όνειρο το αγαπώ. Όμως ξέρω καλά πού ανήκω όπως κι εσύ.
Δεν ξέρω αν ταυτίστηκα ποτέ με αυτή την πόλη, κάποτε ένοιωσα βαθιά ικανοποιημένη που έζησα σε αυτή τα καλύτερα μου χρόνια και ποιος ξέρει ακόμη...και κάποτε ένοιωσα ανάμικτα συναισθήματα όπως αυτά που περιγράφω πιο κάτω και δεν ξέρω γιατί μου τα ξύπνησες εσύ Τόλη. Γιαυτό και στο αφιερώνω και σε ευχαριστώ.
"Πόλη όπου ζήλεψαν
τα καλύτερα μου χρόνια
Η ομίχλη και ο δρόμος
Πόλη όπου νοστάλγησα τα
Χρόνια που πέρασαν
Έτσι καθώς ονειροπολούσα
Τα χρόνια που θάρθουν
Απαριθμούσα καρτερικά αυτά
Που έφευγαν
Και διάβηκαν Αριθμοί
τη ζωή μου
Και διάβηκαν, συλλαβίζοντας
Τη λέξη «ΠΡΟΣΜΟΝΗ»
Μένεις εκεί
Ανάμεσα στη φτώχεια και τη χλιδή
Στη σιωπή και στον θόρυβο
Να αργοσβήνεις και να γεννιέσαι
Κάθε λεπτό
Που σε προλαβαίνει
Εκεί όπου σε άφησα και
Εκεί όπου σε συναντώ
Καθημερινά
Να με αναζητάς και να με διώχνεις
Σαν άπιαστο όνειρο και
Σαν εφιάλτης "
Σ' ευχαριστώ, BlueRose, μου άρεσε το ποίημά σου.
Νομίζω ότι εκφράζουμε τα ίδια περίπου ανάμικτα συναισθήματα και ότι αυτός είναι ο λόγος που αφυπνίστηκαν τώρα σε σένα.
Καλό βράδυ.
Hi,
Interesting description of London in the late sixties!
Thank you, Nice. You may read more about my life in London in three chapters of http://enchantedseconds.blogspot.com/
Δημοσίευση σχολίου