μια ανθολογία των ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη

αn anthology of Tolis Nikiforou's poems with pictures by Julia Fortouni.

παράξενο επιφώνημα


ανάλαφρα εισχωρεί
απ' τα κλειστά παράθυρα
και τις παλιές φωτογραφίες
από τις ανεπαίσθητες εκείνες χαραμάδες
ανάμεσα στα φύλλα των βιβλίων

αύρα
ομίχλη γκρίζα με γαλάζια μάτια
χαμόγελο που ψιθυρίζει αχνά
όπως παλιά το όνομά μου

παράξενο κενό
παράξενο επιφώνημα
η απουσία
όπως χαρούμενος λυγμός
ή ένα άλφα που αρχίζει όταν τελειώνει

όσα για λίγο τιθασεύει η προσμονή


πορτοκαλί ημίφως στο δωμάτιο
μισάνοιχτα τα χείλη
μισάνοιχτα τα γυναικεία γόνατα
όσα για λίγο
πολύ λίγο τιθασεύει η προσμονή

μάτια υγρά απάτητα
ψιθυριστή φωνή
ένα ρίγος ανεπαίσθητο
που διατρέχει την επιδερμίδα
και τη βελούδινη κομμένη ανάσα

μετέωρη η στιγμή
πάνω απ' την άβυσσο
μετέωρη η φωτιά
στις χαραμάδες
μέχρι το πρώτο άγγιγμα
το πρώτο εκείνο αχ

Κυριακή στην Πλατεία Δικαστηρίων


απέραντη στην ερημιά της η πλατεία
το βροχερό εκείνο σούρουπο της Κυριακής
πίσω απ’ τις στάλες να χλομιάζουν σκόρπια τα φώτα
κι από τα λούκια το νερό
να γουργουρίζει στο πλακόστρωτο

υγρά και μόνα τα συρματοπλέγματα
γύρω απ’ το λυμφατικό παρκάκι
υγρά και μόνα τα αρχαία αγάλματα
βαθιά μέσα στο χώμα
και το παιδί στη μπαλκονόπορτα
το τζάμι να θαμπώνει με το χνώτο του
και να το ζωγραφίζει με το δάχτυλο

νυχτώνει και θα ξημερώσει
στην πινακίδα απέναντι
του τέταρτου αστυνομικού που στάζει
στα παραπήγματα λίγο πιο πάνω
στα σκυθρωπά της μέγαρα τριγύρω
στα μάτια που περίμεναν και περιμένουν

νυχτώνει και θα ξημερώσει
με άλλο όνομα, άλλη όψη της πλατείας
θα αποκαλυφθούν τα αγάλματα
θα φωτιστεί εκθαμβωτικά
θα εξωραϊστεί η πλατεία
θα μεγαλώσει το παιδί
θα ξαναρχίσει ο κύκλος και θα κλείσει

και θα’ ναι ίδια εκείνη η Κυριακή
κι απέραντη στην ερημιά της η πλατεία

νυχτερινό τοπίο μετά την καταιγίδα


ούτε ένας ήχος
εισχωρεί
ούτε μια δίπλα στην πολύχρωμη κουρτίνα
κυματίζει

κάτι ακαθόριστο, θαμπό
κάτι σαν φως που φτερουγίζει
κάνει τον ξένο χώρο οικείο

εισπνέω την ανάσα σου
εισπνέω το ρίγος
εισπνέω την απαλή σου επιδερμίδα
σπαρακτικά υγρή και ηδονική

και τη στιγμή
στα μάτια και τα χείλη σου
λόγια παράξενα
και λόγια μαγικά
να ψιθυρίζει

πρόταση


έχω
μια αρκουδίσια αγκαλιά
τη θέλεις;

μεγάλη και ζεστή
και χωρίς ίχνος μαύρου
το μαύρο κρύβεται
πίσω απ’ το πράσινο στα μάτια μου
κι είναι μόνο για μένα
για σένα φυλάω το βαθύ γαλάζιο
και ιδίως το κόκκινο

τι λες;
θα σου χαϊδεύω τα μαλλιά
τη λακουβίτσα στον λαιμό
την άλλη εκείνη στην παλάμη σου
θα σε χαϊδεύω με το χνώτο μου
χνώτο απαλό, μοναχικό
του δάσους
λιγάκι απελπισμένο

ααα …
κι ένα παραμύθι μαγικό
ένα παραμύθι θα σου ψιθυρίζω
και βέβαια της αγάπης
γλυκά τα δυο μας για να κοιμηθούμε
σαν τα μικρά παιδιά
για πάντα

το κάτι εκείνο και το τίποτα


είμαι ένα σύννεφο το δειλινό
που αναζητά το απέραντο βαθύ γαλάζιο
με κόκκινο για να συνθέσει το δικό σου χρώμα

στην έρημο είμαι κόκκος άμμου
που λαχταράει τον άνεμο
για να τρυπώσει στα μαλλιά σου

είμαι ένα άγγιγμα στα δάχτυλα
ψίθυρος στην κομμένη ανάσα σου
χάδι απαλό στους ώμους
ένα χαμόγελο που ξάφνου αστράφτει
στα μελαγχολικά σου μάτια

στη άκρη της αβύσσου είμαι
το μυστικό αλφάβητο
το κάτι εκείνο και το τίποτα
που αναδύθηκε στο φως
για να ζητήσει τη δική σου αγάπη

αχνό κουρέλι


στο πάτωμα διακρίνω σχήμα ακαθόριστο
ίσως μικρό χαρτί σκισμένο
αχνό κουρέλι
και σκύβω για να το σηκώσω

μα με ξεγέλασε
μια αδέσποτη του ήλιου αχτίδα
που ξέφυγε από τις κουρτίνες
και κάτω εκεί παράξενα
τα δάχτυλα και την παλάμη μου
τώρα φωτίζει

ή μήπως πρόκειται
για την εξαίσια λάμψη εκείνη
στο πρωινό χαμόγελό σου
που γλίστρησε και έπεσε
από τα θαμπωμένα μάτια μου

Ζω


(φωτογραφία: by Ben Goossens)


τη στιγμή που ένα παιδί
στο βλέμμα του σηκώνει
την οδύνη αιώνων

τη στιγμή που το φτερό
με ένα του άγγιγμα
το σίδερο λυγίζει

ζω τη στιγμή
που ακούω εκστατικά
τη μελωδία των χρωμάτων

ζω στο έλεος των θαυμάτων



αίνιγμα



με κάποιο τρόπο μαγικό
η ανάμνηση έχει γίνει προσμονή
κι όλες οι σκονισμένες μέρες μου
έχουν λουστεί στα μάτια σου
αστράφτει η Κυριακή στη γειτονιά
σαν καθαρό πουκάμισο φρεσκοσιδερωμένο

λοιπόν τι να ‘ναι αυτό το ρίγος
αυτή η εξαίσια λάμψη
οι σπίθες στο μισάνοιχτο παράθυρο
το ξεχασμένο άρωμα στο χώμα
η μουσική που πάλι ακούω στο μπαλκόνι μου
τι να ‘ναι αυτό το κόκκινο πουλί
ανάμεσα στα φύλλα
μεθυστικό σαν άνοιξη;

φωνή, ανάσα, ανάλαφρο περπάτημα
ή ξαφνικό χαμόγελο
τι να ‘ναι αυτό το θαύμα;

το ανέκφραστο που εκφράζουν



είναι στιγμές που οι λέξεις δραπετεύουν
από τη σκέψη
από τα χείλη
απ’ τις σελίδες των βιβλίων
και γίνονται ένα μπλε βαθύ
ή της φωτιάς το κόκκινο σε ζωγραφιά
του έρωτα και τ’ ουρανού

άλλοτε πάλι ξαφνικά
το ανέκφραστο που εκφράζουν
γίνεται νότες
μουσική νυχτερινή
σ’ έρημο δρόμο με αρχαίους κυβόλιθους

κανείς δεν ξέρει
ποιον άλλο κόσμο θα συνθέσουν
κανείς δεν τις αναγνωρίζει
καθώς στη νέα τους διάσταση
χαμογελούν
αδιόρατα, ανεπαίσθητα
αινιγματικά

στα μαύρα σύνορα



βαδίσαμε μέρες και μήνες
χρόνια βαδίσαμε σαν μόνο μια στιγμή
μες σε λιβάδια και φαράγγια
και στην πολύβουη ερημιά των πόλεων
κοιτάζοντας τ’ αστέρια ή το χώμα
μα πάντα μέσα στην ομίχλη
ακολουθώντας πάντα τους σταυρούς
που πίσω αφήναμε
πάντα ρωτώντας και μην παίρνοντας απάντηση

φτάσαμε τέλος στα μαύρα σύνορα
χωρίς ποτέ να ξέρουμε
εκείνον που μας οδηγούσε
χωρίς ποτέ να ξέρουμε
αν θέλαμε να φύγουμε ή να μείνουμε
και αν θα αφήναμε ή θα βρίσκαμε
μια ξένη χώρα ή την πατρίδα

από τα σύνορα λοιπόν σας γράφω τώρα
αυτές τις μάταιες λέξεις στο σκοτάδι
μόνος μου με τους λίγους που απόμειναν
και τυχερός την τελευταία στιγμή
ένα σπασμένο χέρι που μπορώ
να τους απλώσω ή να κρατήσω

τι


τι σκοτεινό ποτάμι η μνήμη
για να πνιγείς ή ν’ ανασάνεις
ν’ απλώσεις ένα χέρι στο κενό

τι μουσική πάνω στους τάφους
και τι πολύχρωμα φορέματα
τι θρίαμβος της καρδιάς
πικρός

σαν ένα χάραμα με δίχως φως
σαν ένα σούρουπο με δίχως νύχτα
σαν μια ζωή

τι άδειος ουρανός η μνήμη
κόκκινο σύννεφο που πάει να διαλυθεί
και λάμπει

αργά το βράδυ


η μουσική αργοσβήνει
και ξεθωριάζουν
τα χρώματα και οι λάμψεις

με την ανάσα της
στην πέτρα και το σίδερο
η γειτονιά ησυχάζει
κάπου μακριά
μια εξάτμιση πυροβολεί
το προαιώνιο πυκνό σκοτάδι

πίσω απ’ τα κλειστά παραθυρόφυλλα
είναι αργά
πολύ αργά το βράδυ

οι σκόρπιες ζωγραφιές ψηλά
και οι τυφλές οθόνες αντικρίζουν
ατέλειωτες σειρές βιβλία στα ράφια
μάταιες επικλήσεις
χρόνο ατέλειωτο χωρίς επιστροφή
κι ανάμεσα σε μια γωνιά
εκεί που ένα κορίτσι
ξένοιαστα χαμογελάει στο κάδρο
κι ο τοίχος ανεπαίσθητα ραγίζει
μόνος με βλέμμα αμίλητο
κάθεται ένας άντρας
και θυμάται

είναι αργά
πολύ αργά το βράδυ

δέος


(Morning Light by Deborah Eileen Burrow)

είσαι η απουσία μου
το μυστικό πριν από μένα
πριν απ’ το πρώτο χάραμα

κρύβεις και κρύβεσαι
ένα ουδέτερο που είναι πάντα θηλυκό
κυοφορείς τα θαύματα
και χάνεσαι στην πρώτη λάμψη μου
ενώ ποτέ δεν παύεις μέσα μου να υπάρχεις

είσαι το αρχικό
μα και το τελευταίο ερώτημα
το προαιώνιο δέος

είπε το φως

πυκνό βελούδινο σκοτάδι
καταγωγή μου και πατρίδα μου

μοναχικό πουλί σ' άδειο ουρανό


κανένα όνειρο δεν μένει ατιμώρητο
κανένα ξέφτι από βαθύ γαλάζιο

καράβια ταξιδεύουν σ’ άγνωστα νερά
λιβάδια ανθίζουν
παλιά καινούρια γράμματα
προφέρουν μακρινές φωνές
το μυστικό αλφάβητο του κόσμου

πυκνή ομίχλη μες στο χάραμα
κι ένα μοναχικό πουλί σ’ άδειο ουρανό

(δημοσιεύτηκε στο περ. Εντευκτήριο, τεύχ. 92, Ιαν. - Μάρτιος 2011)

μια κιμωλία στον μαυροπίνακα

(Θόδωρος Παπαγιάννης, Μάθημα στην τάξη, γλυπτό)

ξαναδιαβάζω τα ποιήματά μου
χρόνια μετά βυθίζομαι στα χρώματα
στη μουσική των λέξεων
έκπληκτος διακρίνω
να αναδύονται γρίφοι και αινίγματα
εκστατικά φωνήεντα
που θέλγεται το άγνωστο να μου υπαγορεύει

κάπως καλύτερα αναγνωρίζω τώρα
αυτά που γράφει ο δάσκαλος στον μαυροπίνακα
μια κιμωλία εγώ που λιώνει αργά
ανάμεσα στα δάχτυλα του

(δημοσιεύτηκε στο περ. Εντευκτήριο, τεύχ. 90, Ιαν. - Μάρτ. 2011)

γιατί


χτυπάω όλη τη νύχτα
τη σιδερένια εξώπορτα
περίτεχνη
με τις θαμπές της παραστάσεις
ασήκωτη
με αιώνων μνήμες

χτυπάω όλη τη νύχτα
τόσο που μάτωσαν τα χέρια
ένα-ένα έσπασαν τα δάχτυλά μου

το ξέρω πως δεν μ’ ακούει κανείς
αυτή την ώρα η γειτονιά κοιμάται
κι ούτε ένα δεν φωτίζεται παράθυρο
το ξέρω πως το σπίτι
είναι από χρόνια ακατοίκητο
ερειπωμένο
κανείς δεν περιμένω να μ’ ανοίξει
ούτε κι εκείνα τα φαντάσματα
που ακόμα τριγυρίζουν
ανάμεσα στους γκρεμισμένους τοίχους
που ακόμα λάμπουν
όπως το πρώτο φως το χάραμα

όμως δεν έχω άλλο σπίτι
άλλη πατρίδα
χτυπάω για ν’ ανοίξω εγώ από μέσα

(δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρ. περ. e-poema-eu ..., τεύχ. 12, Σεπτ. 2010)

ένα χάος κατασκότεινο που αστράφτει



όπως σε κάθε απάντηση
τα νέα πάντα ερωτήματα
όπως στον πυρήνα του ήλιου
το αρχέγονο σκοτάδι

γαλήνια θάλασσα
θάλασσα απέραντη τα μάτια σου
και μνήμες
μνήμες της καταιγίδας
ναυάγια στον βυθό
ανεξερεύνητα

είσαι το νήμα στον λαβύρινθο
η έξοδος στο βάραθρο ή το φως
ένα χάος κατασκότεινο
που αστράφτει

(δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρ. περ. Διαπολιτισμός την 28.10.2010)

παντού εκεί

Le Poème de l'âme - L'Idéal (1860) By Anne Francois Louis Janmot (1814-1892)

γυναίκα όρθια μαυροντυμένη
πάνω από ανθισμένο τάφο
ή έφηβος αχνά
σε πλατεία του κάποτε
ένα γαλάζιο έστω ξέφτι τ’ ουρανού

μπορεί και ξαφνική νεροποντή
σ’ έρημη πολιτεία
ίσως ακόμη ένα δειλό φτερούγισμα
ενώ έχει χαθεί από χρόνια
στο βάθος το μικρό πουλί

σπασμένα δάχτυλα
που αφήνουν ίχνη στο χαρτί
το ποίημα
παντού εκεί όπου καταφεύγει
απαρηγόρητη η ψυχή

(δημοσιεύτηκε στο περ. Εντευκτήριο, τεύχ. 92, Ιαν.- Μάρτ. 2011)

εκστατικά

(A portrait of a young woman by Fritz W. Guerin, c. 1902)

σιγή
απέραντη σιγή
σαν από θάλασσα βαθιά
πολύ βαθιά
σιγή με λάμψεις
που συνθέτουν φως
ένα άλλο φως
πιο μαγικό
εκστατικό
μια νύχτα κι έναν ουρανό
μια δίψα

σιγή
που εκπέμπει μουσικές
που πλημμυρίζει χρώματα
κι όλα είναι απλά
μεθυστικά
όλα είναι τώρα
και ύστερα
και πριν
και πάντα

τα μάτια σου

(δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρ. περ. Ποιείν στις 10.1.2011)

αχ


( Pablo Picasso - Blue Nude)


είσαι μια προσμονή
μια μυστική φωνή
ήχος βημάτων στο πλακόστρωτο
που σβήνει τις κραυγές της πόλης

είσαι ένα ρίγος
φτερούγισμα στα γόνατα ως τα δάχτυλα
και τα μισάνοιχτά σου χείλη
η μουσική από λευκά σεντόνια

είσαι ένα χνώτο υγρό
μεθυστικό
σπαρακτικά ηδονικό

στα μάτια μου είσαι φως
μια μακρινή πατρίδα
λάμψη βαθιά στον ουρανό
οικεία και άγνωστη
και μαγική

είσαι βελούδο εκστατικό
ένας σπασμός κι ένας λυγμός
που δεν τελειώνει

(δημοσιεύτηκε στο περ. Εμβόλιμον, τεύχ. 60, Χειμώνας 2010-Άνοιξη 2011)

δεν είμαι μόνος


(Claude Monet "Madame Monet and her Son")


κάποιες στιγμές
κάποιες πολύχρωμες κλωστές
που αιωρούνται στο κενό
μες στην ομίχλη

μάτια γαλάζια
φωτεινά
μάτια γλυκά
κι όμως θλιμμένα, μακρινά
πηγές της μνήμης

ο ήχος μιας φωνής
φωνής από πολλές φωνές
και μουσική
καθώς προφέρει απαλά
το λάμδα στ’ όνομά μου

πέρα απ’ τον κόσμο
με καλούν
πέρα απ’ τον κόσμο
τις καλώ

κι είμαστε ένα
μέσα μου όπως πάντα ένα
εγώ και οι σκιές
οι αγαπημένες μου σκιές

δεν είμαι μόνος

(δημοσιεύτηκε στο περ. Εντευκτήριο, τευχ. 92, Ιαν.-Μαρτ. 2011)