μια ανθολογία των ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη

αn anthology of Tolis Nikiforou's poems with pictures by Julia Fortouni.

μάθημα ζωγραφικής



άσε τα μάτια σου πλησίστια να βυθιστούν
στα έκθαμβα μάτια των παιδιών

ανθισμένα στο λάμδα του ήλιου
και το ωμέγα των άστρων
ξαφνιασμένα
λίγο πριν αιφνιδιάσουν τον επίπεδο κόσμο
βουρκωμένα
στην πρώτη αφή της οδύνης
απ’ τον ωκεανό που ανεξήγητα γνωρίζουν

ήδη έμαθες όσα μπορείς να μάθεις
ό, τι κι αν σου επιφυλάσσει η διαδρομή
ήδη αναγνώρισες την αρχή
που είναι τέλος και γράφεται με θήτα
το μέγιστο εκείνο θήτα
και τα μικρά έψιλον και όμικρον
που σε ορίζουν

άπλωσε τώρα φωτεινά στον κόσμο
τα χρώματα της μυστικής πηγής
τον ένδον πίνακα
που άξιος κρίθηκες ν’ ανακαλύψεις

μαθητεία, 1



μαθαίνω μια ζωή την αλφαβήτα
γλυστράω στην επιφάνεια των γραμμάτων
με την παρήγορη ψευδαίσθηση
ότι θα φτάσω στο ωμέγα κάποτε
όπου ενεδρεύει όμως αναπόφευκτα
το ωκεάνιο και πάλι άλφα

με τις καμπύλες του
τον κύκλο του
τον πρώτο κι ίσως τελευταίο βηματισμό του
τις απροσμέτρητες στον χωροχρόνο
διαστάσεις του

γύρω απ' το άλφα περιστρέφομαι
στο αιμοσφαίριο αυτό βυθίζομαι
όπως σε προαιώνια μήτρα
πύλη του κόσμου και του άδη
έσχατο όριο της δικής μου επίγνωσης


η αρχή της μαθητείας μου δεν έχει τέλος

επίκληση στο ακατανόητο


προσεύχομαι με τις ανεπαρκείς μου λέξεις
με τη θαμπή μου όραση
σφίγγοντας το κενό στο στήθος μου

προσεύχομαι στις ρίζες μου
στον παντοκράτορα ήχο
από το μαντολίνο του παππού
που απλώνεται κρυστάλλινος
από την Ιωνία και τη Μαύρη Θάλασσα
και θρυμματίζει τον ιστό της μοναξιάς

προσεύχομαι σε μια ανατολίτισσα
του ήλιου αχτίδα
που υπόσχεται το αυριανό τραγούδι
στην όποια αλήθεια παραλλάσσεται
μέσα στις τελευταίες αυταπάτες μου

προσεύχομαι ο ελάχιστος
στο μέγιστο που δεν γνωρίζω

προσεύχομαι στο ακατανόητο
όπως μια πέτρα ταπεινή, μια στάλα αίμα
απ’ όλους τους κοινούς ανθρώπους ένας
προσεύχομαι στο ακατανόητο
με την πνοή που εκείνο φύτεψε μέσα μου
αυτή που γνώρισε τον πόνο
και ξέρει τη σιωπή να αποδέχεται
αυτή που ακατανίκητη πεθαίνει

ο τελευταίος καταζητούμενος αντάρτης



πρώτα με τον Απρίλη και την άνοιξη
με μεσογειακά νησιά
με μέρες στρόγγυλες σαν το παλιό ψωμί
απρόσκλητο
το συνεργείο του χρόνου
μεθοδικά ερείπωσε το πρόσωπό της
μην παραλείποντας και το ωραίο κορμί
τα άλλοτε όρθια στήθη

θροϊζοντας και τρεμοπαίζοντας
έτσι έσβησε το πρωινό χαμόγελό της

στις γκρίζες λόχμες των ματιών
η εξαίσια λάμψη εκείνη
άοπλη τώρα κρύβεται
σαν τελευταίος καταζητούμενος αντάρτης

να μη φοβάστε λοιπόν τον θάνατο



γαλήνιοι και σιωπηλοί
όταν θα διαπλέετε τα άγνωστα νερά
σφιχτά στα δόντια σας κρατήστε
ένα μικρό αγαπημένο ποίημα
για τον ψηλό και σκοτεινό πορθμέα

γιατί το ποίημα είναι ένα αχ
που αποκρυπτογραφεί με τρόπο μαγικό
το μυστικό εξαίσιο όνομα
μέσα στον πέτρινο ήχο του θανάτου

γιατί το ποίημα είναι ένα φως
που στιγμιαία αναδύεται από την απουσία
κι η τελευταία του λάμψη
είναι το πρώτο άλφα της αγάπης

γιατί το ποίημα είναι μουσική
από τα έγχορδα του κάτω κόσμου
που ζωγραφίζει με διαδοχικά φωνήεντα
μικρές σκιές από το πρόσωπο του απείρου

γιατί το ποίημα είναι εσύ
το ποίημα είναι εγώ
αυτό που μας συνθέτει και μας υπερβαίνει

να μη φοβάστε λοιπόν τον θάνατο
όταν στα δόντια σας κρατάτε την ψυχή σας
για τον ψηλό και απόμακρο πορθμέα
που αιφνιδίως μέσα στο σκότος
θα χαμογελάσει

ουτοπία αναρχικού λούστρου



κάθεται σταυροπόδι σ' ένα σύννεφο
βουτώντας το πινέλο του
στο κασελάκι με τα χρώματα
το κασελάκι με τις λέξεις
με τον τζιλά και τ' άλλα εκρηκτικά
και βάφει κόκκινα τα υποδήματα
κάθε περαστικού θεού
κόκκινο κόκκινο και μαύρο
ένα παιδικό μπαλόνι

με την απρόσεχτή του κίνηση
τα θαμπωμένα μάτια του
από του ήλιου την εγγύτητα
τα πάντα κάποτε αναποδογυρίζουν
και τότε στάζει ο ουρανός
μυριάδες άστρα

από την ενότητα ΙΙ, Επικίνδυνα έως απαράδεκτα αθώος

Θεσσαλονίκη


με το όμικρον του ονείρου στο τέλος

της δεύτερης μ.Χ. χιλιετίας

ξεχύνεται απ' τα υψώματα στη θάλασσα
σαν κατρακύλι με το όμικρον του ονείρου
ανηφορίζει από τη θάλασσα στον ουρανό
σαν προσευχή με τη θαμπή φωνή του πλήθους

όχι κούφια και άφωνη
σαν τις πολύχρωμες κραυγές των διαφημίσεων
όχι φτηνή και χρήσιμη
σαν πλαστικό ουροδοχείο
όχι τυφλή
για τα παιδιά της
για τα δέντρα και τους ποιητές
για κάθετι παράλογα που ανθίζει

εβραία σλάβα αρμένισσα
ανατολίτισσα ρωμιά τουρκάλα
κοινότητα της αρετής και της παιδείας
επέμενε ο ανώνυμος εκείνος ζηλωτής
κρατώντας τη στιγμή μετέωρη
πάνω από τα παρελθόντα και τα μέλλοντα
πριν εξακόσια τόσο χρόνια

παγκόσμια πόλη ελληνική
αρσενική σαν τον βαρδάρη της
σαν τα ρεμπέτικα τραγούδια και τα καλντερίμια της
γυναίκα σαν την απεραντοσύνη
και σαν τον ήλιο στον φιλόξενό της κόλπο
μεθυστικά όταν βασιλεύει

παγκόσμια πόλη μακεδονική
με το διπλό άλφα της αγάπης
κυβόλιθο στην Εγνατία Οδό
με τον δικό της ουρανό Ναζίμ στα μάτια σου
κόρη της Ιωνίας
την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας στα κάστρα της
ψυχή της προσφυγιάς

καμένη κουρσεμένη ανίκητη

κοινότητα της αρετής και της παιδείας
που δεν δανείζεται αλλά δωρίζει
που ζωγραφίζει χαμογελαστές καμπύλες
στην ανθισμένη από το χώμα Παναγία Χαλκέων
με το αβέβαιο άρωμα της ουτοπίας
πατρίδα
με ανοιχτές τις πύλες απροσπέλαστη

κοινότητα της αρετής και της παιδείας
αρχαίο καράβι με κομμένες άγκυρες
μες στο νωχελικό φθινόπωρο της παραλίας
για το ατέλειωτο ταξίδι στο απρόσιτο
πέρα ως πέρα φωταγωγημένο
από τα μάτια των παιδιών

όταν πεθαίνει ένα παιδί, 1


αβιταμίνωση
είναι όρος των στατιστικών δελτίων
η πείνα εξωραϊσμένη
αποπροσωποποιημένη
όπως θα τόνιζε και κάποιος διανοητής
λέξη χωρίς εικόνα

ένα παιδί είναι μονάκριβο
ένα παιδί πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο
με την κοιλιά πρησμένη
μάτια που δεν χωράνε πια στις κόγχες τους
σε χώρες που ονομάζονται εξωτικές
πεθαίνει στο κατώφλι του σπιτιού μου

όταν πεθαίνει ένα παιδί
πέφτει βαθύτατο σκοτάδι το ξημέρωμα
βρέχει μεγάλα δάκρυα λαμπερά
πέτρινα γίνονται τα φύλλα και τα δέντρα

όταν πεθαίνει ένα παιδί
ταράζεται ο ύπνος των αρχαίων νεκρών
κι από τη γη αναδύονται τα πρόσωπά τους
ενώ σαν χάλκινο πουλί
ο άνεμος τοξεύεται στο χώμα

όταν πεθαίνει ένα παιδί
οι λέξεις κι οι φωνές συντρίβονται
τριγύρω ο κόσμος καταρρέει

αυτοβιογραφία, 1


κρατάω την ανθρωπότητα στην αγκαλιά μου
απλώνω τα σπασμένα δάχτυλα
και της χαϊδεύω τα μαλλιά
της γράφω παραμύθια
της ψιθυρίζω ποιήματα
και τη φιλάω τρυφερά στα μάτια
λες κι είναι ένα μικρό παιδί
ζεστό καφτό
και με τον εφιάλτη από τον ύπνο τρομαγμένο

λες κι είναι το δικό μου το παιδί
λες κι είναι όλα τα παιδιά του κόσμου
που αξίζουν ένα θαύμα καθημερινό
όπως το βότσαλο όταν αστράφτει
με χίλια χρώματα στα διάφανα νερά
και ζουν μέσα στο ψέμα και τον θάνατο

κρατάω την ανθρωπότητα στην αγκαλιά μου
να τη ζεστάνω για να ζεσταθώ κι εγώ
και της μιλάω για ν' ακούσω ζωντανή φωνή
και κλαίω

δωρεά



τίποτα και ποτέ δεν μου χαρίσατε
τίποτα και ποτέ εγώ δεν θέλησα

άλλος σε μένα δώρισε
σ' άλλον οφείλω
όσα σ' εσάς απλόχερα επιστρέφω

από την εύνοια και τον έπαινο
εγώ που διάλεξα την εξορία
ζω στη δική μου χώρα

αυτή που αύριο εσείς θα ονομάζετε πατρίδα

επικίνδυνα έως απαράδεκτα αθώος


ο καλοκαιρινός μου ίσκιος
μακρύς, λεπτός κι αγέρωχος
ούτε μια μέρα πάνω απ’ τα δεκαοχτώ

αν το παιδί πράγματι είχε πει
ο βασιλιάς είναι γυμνός
μετά την πρώτη έκπληξη
τον πρώτο ίσως θαυμασμό και φθόνο
θα επέπιπτε ως είθισται η εξουσία
με τους λακέδες και τις πόρνες της
να το κατασπαράξει

ως είθισται αιώνες τώρα

καμία έκπληξη λοιπόν
όταν καλείται η αθωότητα να απολογηθεί
καμία έκπληξη όταν δοξάζεται η ατιμία
ούτε ίχνος παραπόνου
γι’ αυτά και τα χειρότερα
να βλέπουμε μονάχα και να ξέρουμε
και να μην επιτρέπουμε την αυταπάτη

και να κρατάμε ακέραια
στο στήθος μας την έκρηξη

ο καλοκαιρινός μου ίσκιος
μακρύς, λεπτός κι αγέρωχος
ούτε μια μέρα πάνω απ’ τα δεκαοχτώ

υστεροφημία



από τις λέξεις μου να απομείνει
ό,τι ακριβώς θα απομείνει κι από μένα

με τα δικά του γράμματα
το χώμα θα προφέρει την ανυπαρξία
στο εγώ μου δίνοντας ακριβοδίκαια
τις ρεαλιστικές του διαστάσεις

από ψυχή όμως και τίποτα
θ' αναδυθεί κάποτε εκθαμβωτικός στο χάος
ένας καινούριος γαλαξίας

απλά λόγια, 2



όπως το αθέατο είναι η μήτρα του ορατού
αυτά που λέμε σήμερα
είναι πράγματα απλά
που αύριο θα είναι αυτονόητα
χωρίς η λάμψη τους να θαμπώνει
χωρίς να χάνεται η μουσική
χωρίς στο αυτονόητο να διαλύεται
η μαγεία των καθημερινών θαυμάτων

στη διάλεκτο του σήμερα
λέμε το πάντα
στη γλώσσα μιας μικρής πατρίδας
προφέρουμε το όνομα της οικουμένης
προσθέτουμε τη δική μας οδύνη
στον μέγιστο ωκεανό των δακρύων

γιατί στ' αλήθεια είναι πράγματα απλά
όπως κάθε άνθρωπος στην ερημιά του
που ακόμα ονειρεύεται το φως

ΙΙΙ ποίημα ένα πριν την αρχή μετά το τέλος του κόσμου



Τα ποιήματα αυτής της συλλογής, στην ενιαία ιδανική τους μορφή, ως παράδοξα και γοητευτικά κουάρκ, εγγράφηκαν στον πυρήνα του σύμπαντος από απρόσιτο και ακατανόητο δημιουργό πριν περίπου δεκαπέντε δισεκατομμύρια χρόνια.

Με τη μεγάλη έκρηξη και την αρχή του χρόνου, εκσφενδονίστηκαν ως θραύσματα στο διάστημα και από τότε προκαλούν τη διαστολή του σύμπαντος, μεταλλάσσονται και ταξιδεύουν γεννώντας γαλαξίες, άστρα και πλανήτες, τη θάλασσα, πέτρες και φύλλα, τα μάτια του πάνθηρα, εσάς κι εμένα.

Αυτούσιος όμως ο αρχικός τους κωδικός καταχωρήθηκε με μουσικά σύμβολα στη θεμελιώδη αιθέρια ύλη του σύμπαντος ή Ακασικά Γραπτά, που ως γνωστόν περιέχουν το σύνολο της ιστορίας του κόσμου, στα κεφάλαια με τίτλο «φωνές παιδιών», «αποχρώσεις της ουτοπίας» «η κίνηση του ανεξακρίβωτου», και «το φως του πριν και του μετά».

Από την εποχή του homo erectus και παλιότερα, έγιναν προσπάθειες να διατυπωθεί με κάποια σαφήνεια η εκρηκτική τους προέλευση και η αλήθεια τους. Οι απόπειρες αυτές, έως την εντελώς πρόσφατη του παρόντος βιβλίου, προσέκρουσαν στη δυσκολία επικοινωνίας με την αιθέρια ύλη και στην ίδια την κατάσταση του ανθρώπου.

Οι περισσότεροι απ’ όσους τόλμησαν το απαγορευμένο εξαφανίστηκαν χωρίς ίχνη. Αναφέρονται μερικά συμβολικά ονόματα των άλλων ανά τον κόσμο, από τον 6ο π. Χ. αιώνα ως το μέλλον, που φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν και που το έργο τους αποσιωπήθηκε, συκοφαντήθηκε ή παραποιήθηκε στο επίσημα ιστορικά βιβλία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κινέζου αγρότη, που ανακάλυψε δυσανάγνωστους και εξαιρετικά δραστικούς παπύρους σε βορειοανατολική επαρχία της τεράστιας επικράτειας. Επικηρυγμένος από τους μανδαρίνους, κατέφυγε ημιθανής σε ερημική νησίδα της Γης του Πυρός για να κάνει με τα ποιήματα περίεργα σινιάλα σε θαλασσινά πουλιά που χτίζουν τις φωλιές τους στα βράχια.

Το 1871 όμως στο Παρίσι και το 1936 στη Βαρκελώνη, φωτεινά κορίτσια κέντησαν τα ποιήματα με μαύρη κλωστή σε κόκκινα μαντήλια για να τυλίξουν οι διαδηλωτές το μέτωπό τους σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου ή να γεμίσουν τα όπλα τους και να επιδέσουν τα τραύματά τους.

Στην αδυναμία τους να συλλάβουν τη βαθύτερη υπόσταση των γοητευτικών κουάρκ στον πυρήνα του σύμπαντος και στο ίδιο τους το σώμα, όλοι όσοι είχαν τη μεθυστική εμπειρία τις στιγμιαίας επικοινωνίας με την αιθέρια ύλη, κατόρθωσαν μονάχα να προφέρουν ένα ψι και ένα χι που στην ατελή μας γλώσσα συνοψίζουν τα απαγορευμένα μυστικά και την ταυτόχρονη εντολή στον άνθρωπο να τα ανακαλύψει.

Όπως είναι φυσικό, εκτός από την πληθώρα των άλλων βραβείων που της έχουν απονείμει υποθετικοί φορείς της απόλυτης επιλογής του ποιητή, η συλλογή πρόσφατα τιμήθηκε με το Ελάχιστο Νεανικό Χαμόγελο σε συνδυασμό με το Δειλό Κούνημα της Ουράς σε γειτονιά της Άνω Τούμπας Θεσσαλονίκης με ομόφωνη απόφαση της Διαπλανητικής Ολομέλειας των ειδών όλων των εποχών.

Μετά το πέρας της τελετής, το σώμα της ποιητικής συλλογής αλλά και του ίδιου του ποιητή παραδόθηκε στη υψικάμινο του απείρου και επανήλθε στις αρχικές του διαστάσεις για να αποτελέσει και πάλι την πρώτη ύλη κάθε μελλοντικής απόπειρας να εκφραστεί το απόλυτο.

πατρίδα, 1



ωραία κυκλική λέξη η πατρίδα
με το διπλό άλφα της αγάπης
προαιώνιο εφαλτήριο του βαρδάρη
κυβόλιθος στην Εγνατία Οδό

μια σειρά όρθια γιώτα τα κάστρα της
λυγισμένα κατάρτια οι νεκροί της
που ναυλοχούν γαλήνια παραδίπλα
μέσα στην προσωρινή ομίχλη της νύχτας

ωραίος προορισμός η πατρίδα
με τη δική της μουσική του ρο
που είναι ρίζες και γίνεται ροή
κάτω από τους φανοστάτες της παραλίας
με τις πυγολαμπίδες στην απέναντι ακτή
πριν και μετά κάθε ταξίδι

το διπλό άλφα της αγάπης
και το δέλτα του ποταμού
που εκβάλλει στην απεραντοσύνη

πατρίδα, 2

σαν άγρια σκυλιά
σαν παγωμένος άνεμος
αν κάποτε μέρες τυφλές
ουρλιάζουν στο κατώφλι σου
κρατήσου από το μέσα σου

ποιες λέξεις έγραφε
το βλέμμα μου θυμήσου
πώς φώτιζαν και πώς τριζοβολούσαν
στο σπίτι μας τα ξύλα
γιατί ήταν ανοιχτή
και απροσπέλαστη η πόρτα μας

κόκκινες και γαλάζιες
ψηφίδες αποσπώ για σένα από τον ουρανό
με νύχια και με δόντια αθέατη
σου χτίζω μια μελλοντική πατρίδα

πατρίδα, 3



προβάλλει το χαμόγελό σου στο κατώφλι
και η καρδιά μου πράσινο φουντώνει
δέντρο πάνω απ' τη θάλασσα

κόκκοι ασημένιας σκόνης αιωρούνται
μέσα στο φως του βλέμματός σου
στα ράφια τα βιβλία ξεχειλίζουν
λέξεις μικρές κι αστραφτερές
κλωστές για τα κιλίμια
όπου σφυρίζουν και κινούνται παιχνίδια μαγικά
με τις κουρτίνες κάτασπρα πανιά
οι χαραμάδες διαστέλλονται και ταξιδεύουν

όλβιος εκείνος
που ζωντανός έφτασε κάποτε
στο χνάρι πούχε αφήσει το πρώτο βήμα του
και αξιώθηκε έκθαμβος ν' ανακαλύψει
ποιά μέσα του υπήρξε πάντοτε η πατρίδα