μια ανθολογία των ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη

αn anthology of Tolis Nikiforou's poems with pictures by Julia Fortouni.

λεπτή πολύχρωμη κλωστή

από τα παιδικά σου χρόνια
ξύπνησες πλάι μου
και μέσα στο σκοτάδι λάμπεις
με τις οικείες κινήσεις των χεριών σου
με χώρες μακρινές
να φτερουγίζουν στην ανάσα σου.
ξύπνησες πλάι μου με θαύματα μικρά
και μέσα στο σκοτάδι λάμπεις
λεπτή πολύχρωμη κλωστή
που με κρατάει ακέραιο
πάνω απ' την άβυσσο

τα μυστικά φωνήεντα

αν είναι να χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι
τότε γιατί ανοίγει μέρα και νύχτα ο ουρανός
γιατί η ψυχή μας δειλά προφέρει τα μυστικά φωνήεντα
γιατί αλάνθαστα γνωρίζει την πατρίδα.
αν είναι να χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι
γιατί ο δρόμος με τα χίλια αινίγματα
η μουσική
τα χρώματα
η ποίηση γιατί.
αν είναι να χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι
τότε γιατί μας δόθηκε το φως

λάμπουν σαν δάκρυα τα χριστούγεννα

ένας μικρός χριστός γεννιέται πάλι αύριο
μόνος στον κόσμο
ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει θαμπά στο τζάμι
δέντρα για τα παιδιά
καράβια για τα όνειρα
ένα παραμύθι της αγάπης για τους απελπισμένους
παραμονή
και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας
στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα

μαθητεία, 2

και πάλι υπέβαλα στο άγνωστο
τις πέντε αισθήσεις μου και την ψυχή μου
και έγινα δεκτός στην πρώτη τάξη
του σύμπαντος σχολείου της αγάπης
τα τραύματά μου γράφοντας σαν όνομα
στο εξώφυλλο της καθημερινής ζωής.
είναι καλός για άνθρωπος
λένε οι δάσκαλοι μου με τον τρόπο τους
μια φλαμουριά που αγγίζει το μπαλκόνι μου
ένα γατί που περπατάει νωχελικά στον ήλιο
θα μάθει γρήγορα
όσα μπορεί να μάθει.
κι εγώ επιμένω
αφού δεν έχω πού αλλού να πάω
μερόνυχτα εγκύπτω
και λέω πως συνεχίζω τις σπουδές μου
σ' αυτό το πρώτο και πιο δύσκολο σχολείο
απ' το οποίο δεν προβλέπεται αποφοίτηση

γαλάζιο βαθύ σαν αντίο





κι έμεινα μόνος
με το γαλάζιο έλεος
της τελευταίας στιγμής στα μάτια σου
γαλάζιο ωκεανός και σιωπητήριο
γαλάζιο που με γέννησε
με φώτιζε και με σκοτείνιαζε
που ακτινοβολούσε και φτερούγιζε
έμεινα μόνος με το βαθύ γαλάζιο
σαν αντίο στα μάτια σου
μητέρα

μου φάνηκε πως δάκρυσε το φως

αυτή την άνοιξη μου φάνηκε
στα μάτια των παιδιών πως δάκρυσε το φως.
είναι μεγάλη η γειτονιά μας
κι έχει πολλά παράξενα ονόματα
όμως το φως δεν το γνωρίζει.
δεν ξέρει καν το φως από σημαίες και λάβαρα.
το φως μιλάει τη δική του γλώσσα
και τη μιλάει καλύτερα
όταν αστράφτει στα μάτια των παιδιών.
κι αυτή την άνοιξη
καθώς ξεκίνησε γυμνό
για τη μοναχική πορεία στο άγνωστο
μου φάνηκε στα μάτια των παιδιών
πως δάκρυσε το φως

κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ

δέντρα, αραιοί διαβάτες, παγωνιά
και κάτω απ' τις κραυγές των γλάρων
το ωδείο.
στο πάρκο της Ηλεκτρικής από νωρίς περίμενα
κοιτάζοντας προς τη μεριά της θάλασσας.
κάποτε φάνηκες
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
και μέσα στην ομίχλη μου χαμογελούσες.
στις μύτες στάθηκες να με φιλήσεις
κι ύστερα έφυγες.
κι όσο, χρόνο το χρόνο, στο βάθος σβήνεις
τόσο πιο καθαρά λάμπεις στα μάτια μου.
μέχρι που ξέρω πια με βεβαιότητα
πως είσαι δεκαοχτώ χρονώ
κάπου έξι μήνες πιο μικρή από μένα
πηγαίνεις στο παλιό ωδείο
σε λεν Σιμόνη
κι αγαπιόμαστε τρελά

το τελευταίο φως γλυστρούσε κατακόκκινο

απ' το μισάνοιχτο παράθυρο
το τελευταίο φως γλυστρούσε κατακόκκινο
και πυρπολούσε το ελάχιστο διάστημα
ανάμεσα στην πόρτα και το πάτωμα.
απελπισμένο
σαν κάτι να ζητούσε
σαν κάτι νάθελε να πει
στα παιδικά μου μάτια.
όμως εγώ δεν ήξερα το χρώμα του
αγνοούσα τη φωνή του
κι έμεινα εκεί αμίλητος
να το κοιτάζω εκστατικά να αργοσβήνει
κάτω απ' την πόρτα
στο δωμάτιο του βάθους

με το απαλό της ράμφος τον φεγγίτη

χαράματα και δάκρυα φορτωμένος ουρανός.
χτύπησε η χαρά
με το απαλό της ράμφος τον φεγγίτη.
με συγχωρείτε, είπε μ΄ένα δειλό χαμόγελο,
οι πόρτες είναι κλειδαμπαρωμένες
έχετε χίλιους λόγους να πενθείτε
κι εγώ ποτέ δεν έμαθα αριθμητική
δεν έμαθα αν πρέπει καν να υπάρχω.
όμως εσείς
το φόρεμά μου αν αφήσετε για λίγο
στο πάτωμά σας να θροϊσει
και ψιθυρίσετε σαν προσευχή
το κοριτσίστικο όνομά μου
ίσως και να με θυμηθείτε.
χτύπησε η χαρά
με το απαλό της ράμφος τον φεγγίτη
χαράματα ξανά

εδώ τελειώνει αυτό το παραμύθι

μια φορά κι έναν καιρό
στα βάθη της ανατολής
ζούσε ένας ήλιος μόνος.
σχεδόν παράνομος
με την πυρακτωμένη του καρδιά
προορισμένος να ανατέλλει
να φωτίζει
πάντα να βρίσκεται στον ουρανό
και να τα βλέπει όλα.
είπε η γιαγιά του κόσμου
γι' ακόμα μια φορά θλιμμένη.
εδώ τελειώνει κάπως πρόωρα
αυτό το παραμύθι
ώρα να πάτε για ύπνο.
ε, όπως πάντα,
ο ήλιος έζησε καλά
κι εμείς βεβαίως καλύτερα

με κάθε ανάσα σε πυκνότερο σκοτάδι

με κάθε βήμα στον λαβύρινθο
μαθαίνω τον μινώταυρο καλύτερα
με κάθε ανάσα σε πυκνότερο σκοτάδι
γνωρίζω περισσότερο το φως.
κι όπως πηγαίνω χωρίς νήμα προς το τέλος μου
βλέπω να αχνοφέγγει στο βάθος η αρχή.
βλέπω στο αίμα μου ν' ανθίζουν
η Ιωνία και η Μαύρη Θάλασσα
κι όλες οι πολιτείες της ανατολής που χάθηκαν.
μες στην ομίχλη εξαίσια βλέπω
να χαμογελάνε οι αγαπημένοι μου νεκροί
και βλέπω να με περιμένει
πλησίστιο το βαθύ γαλάζιο
για το ατέλειωτο ταξίδι στα βάθη τ' ουρανού

ευτυχία

σε γνώρισα σε χρόνο παρελθόντα ή μέλλοντα
με κάτι από τους γαλαξίες στο βλέμμα σου
στην κίνηση σου κάτι από γατάκι ή τίγρη
στο φόρεμά σου κάτι από το φως
σε κάποιαν άλλη εποχή πρέπει να ζήσαμε μαζί
σε κάποια χώρα μακρινή σε ξέρω
ξέρω όταν χαμογελάς κάθε ρυτίδα σου
κι όταν σωπαίνεις ξέρω
το σκοτεινό βελούδο των ματιών σου
σε νιώθω τώρα μέσα μου να αναδύεσαι
γεύομαι και μυρίζω κάθε σου τόπο μυστικό
είσαι ο αρχικός μου κωδικός
ψυχή αιώνια παρούσα και απρόσιτη

έζησα χρόνια και δεν έμαθα

έζησα χρόνια, διάβασα, ταξίδεψα
όμως ποτέ δεν έμαθα ποιος είμαι
τι είναι αυτός ο δρόμος και πού βγάζει.
ίσως τα μάτια μου να θάμπωσαν
ίχνη ζωής κρυσταλλωμένα στις σελίδες
κάτω απ' το φως όσα κοιτούσα
και δεν έβλεπα
εκείνοι που πολύ αγάπησα
ανίδεοι σαν κι εμένα.
έζησα χρόνια και δεν πήρα απάντηση
γιαυτό που αστράφτει μέσα μου
αυτό που μούδωσε πνοή και με σκοτώνει.
έζησα χρόνια και δεν έμαθα

αυτοβιογραφία, 2

μηνύματα ακατανόητα του αρχικού πυρήνα
θραύσματα ζωντανά
που παρασέρνει η προαιώνια θάλασσα
και κάποτε εναποθέτει σε άγνωστες ακτές.
χρώματα, ήχοι, ίχνη φωτός
που διασκορπίζονται στα βράχια
και στιγμιαία εδώ κι εκεί αστράφτουν σπαρακτικά.
που ανταμώνουν
σαν να φιλιούνται
σαν να συντίθενται και να διαλύονται
σαν να ονειρεύονται
σαν να θυμούνται αμυδρά
μια μακρινή πατρίδα.
και σαν να χάνονται μετά για πάντα