μια ανθολογία των ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη

αn anthology of Tolis Nikiforou's poems with pictures by Julia Fortouni.

είναι τοπίο μυστικό

με το ποίημα αυτό εύχομαι
μια δημιουργική χρονιά
στους φίλους μου

όπως σε γυάλινη επιφάνεια
σκορπίζεται άνυδρη η ψυχή
το ποίημα δεν είναι λέξεις
δεν είναι σύμβολα με το μελάνι στο χαρτί.
το ποίημα είναι πλάσμα ζωντανό
που ελλοχεύει μέσα στην ομίχλη
είναι τοπίο μυστικό
που ξαφνικά αναδύεται στο φως.
όταν πουλί γεννιέται το βαθύ γαλάζιο
και άστρο το κόκκινο στον ουρανό

το χώμα παραμένει χώμα



το χώμα σιωπηλά συνθέτει
τα μαγικά του κόσμου.
πουλιά κρυμμένα στα φυλλώματα
το ρίγος στην επιδερμίδα σου
πάνω απ' τα θαμπωμένα μάτια μας
αστέρια.
όμως το χώμα παραμένει χώμα.
το φως που πρόσκαιρα αναδύεται
στο χώμα πάντοτε επιστρέφει.
στο χώμα καταφεύγει η μνήμη
και χάνονται τα ονόματα,
στο χώμα πάλι ανθίζουν
τα μυστικά του κόσμου

το χαρούμενο ποίημα



έπεσε σαν νιφάδα από τον ουρανό
και στροβιλίστηκε στα μάτια των παιδιών

μα τι γυρεύει ένα ποίημα χαρούμενο
σ' αυτόν τον λυπημένο κόσμο;
και τι γυρεύει ένας κόσμος λυπημένος
σ' αυτό το χαρούμενο ποίημα;

τίποτα δεν γυρεύουν
δεν έμαθαν ποτέ γραφή και ανάγνωση

με λάμψεις κίτρινες φωτίζει

με λάμψεις κίτρινες φωτίζει
τον κόσμο της η επουράνια τίγρη
φωτίζει τα παιδιά κάτω απ' το γκρίζο ατσάλι
ή μέσα στα χαλάσματα
πέρα απ' τις άκρες των ματιών μας
πιο σιωπηλά απ' την έρημο
πιο άδεια από τον ουρανό

φωτίζει λέξεις κίτρινες
λέξεις σε αποφάσεις, διακηρύξεις
ωραίες λέξεις σε ποιήματα

με λάμψεις κίτρινες φωτίζει
τον κόσμο της η επουράνια τίγρη
άδικο, άτιμο, ανελέητο
ένα κόσμο δίκαια καταδικασμένο

πράσινα αινίγματα στο φως



αν ήταν ξαφνικό φτερούγισμα οι λέξεις
και απαλή σκιά
στα κουρασμένα βλέφαρα του οδοιπόρου
κι ακόμη αν ήταν
ήχος και λάμψη
πράσινη επίκληση της γης στον ουρανό
λέξεις κοινές
κι όμως εκστατικές σαν θαύμα
τότε θα έγραφα ένα μικρό τραγούδι
να ψιθυρίζει και ν’ αστράφτει
στα δέντρα όπως τα φύλλα

θα έγραφα ένα βελούδινο άγγιγμα
αινίγματα και μυστικά στο φως

με χίλια χρώματα ονειρεύεται το φως



δρόμος στο χρώμα της νυχτερινής σιγής
και ο διαβάτης μόνος
πυκνή βροχή πίσω απ' τους φράχτες
το όρθιο μαυροπράσινο των δέντρων
προαύλια έρημα, γυμνά παράθυρα
κι οι φανοστάτες ηττημένοι απ' το σκοτάδι
και ξαφνικά
μια εξώπορτα ανοίγει ξαφνικά
με χίλια χρώματα το φως
στο πρόσωπό της λάμπει κι ονειρεύεται

ναι, τόσο απλά
εκείνη, ο διαβάτης, άλλο τίποτα
με χίλια χρώματα ονειρεύεται το φως

ραμφίζει μάταια την παγωνιά



μνήμη Τάσου Σταϊκόπουλου

χειμώνας
τ' αστέρια ανελέητα μακρινά
οι κορυφές των πεύκων σκορπίζουν
ένα γκρίζο τίποτα στο χώμα
κι είναι η ψυχή μας σπουργίτι
που ραμφίζει μάταια την παγωνιά

στην καφετέρια θαμπώνει ο κόσμος
θαμπώνουν οι φωνές
η άδεια καρέκλα στο τραπέζι
κι εμείς τριγύρω
θαμπώνει τ' όνομά σου
κάτω η πόλη
όλα όσα ζήσαμε μαζί

παράξενα η μνήμη
θαμπώνει με το χνώτο της τα μάτια
μιαν άδεια Κυριακή

αντίο φίλε

μικρό, ελάχιστο, ανοιξιάτικο του κόσμου



μην φύγεις
ξαναγύρισε
εγώ εδώ θα 'μαι να σε περιμένω

μικρό, ελάχιστο, ανοιξιάτικο
φτερούγισμα σε παγωμένους δρόμους
κόκκινο και βαθύ γαλάζιο
όνειρο στην ψυχή του κόσμου

κι αν γίνω στάχτη μες στη φλόγα μου
ατμός πάνω από ξένη θάλασσα
χόρτο που ψιθυρίζει μυστικά στον άνεμο
χρώμα βαθύ όταν δακρύζει ο ουρανός

κι αν φύγεις
και ποτέ σου δεν ξαναγυρίσεις
εγώ εδώ θα 'μαι να σε περιμένω

και ούτε καν γνωρίζει τ' όνομά της



υπάρχουν, είπε, μυριάδες ενοχές
η αθωότητα όμως είναι μία
μία και μόνη στη δική της χώρα
και ούτε καν γνωρίζει τ' όνομά της
έκθαμβη μέσα στα θηρία περιφέρεται
όλα τα βλέπει
όλα τα ανέχεται
σ' όλα σκορπίζει το δικό της φως
φως ολοφάνερο και μυστικό
που σβήνει και δεν χάνεται
με χίλια χρώματα λευκό
απορημένο φως

μικρό μου χειμωνιάτικο πουλί
ανυπεράσπιστο τραγούδι τ' ουρανού

Χρόνια πολλά Τόλη!

Το ποίημα "αμετανόητες λέξεις" από τη συλλογή "το διπλό άλφα της αγάπης" (1994) μπαίνει εδώ ένθετο, ως ένα μικρό δώρο γενεθλίων στον Τόλη, μιας και είναι το αγαπημένο του ποιητή...






Τόλη σ΄ευχαριστούμε για τις αμετανόητες λέξεις σου που μας τις προσφέρεις απλόχερα...
για την αγάπη, για το φως, για τα θαύματα...

λεξικό συνωνύμων




τόσες φορές που σε ξεφύλλισα μες στις παλάμες μου
ντύθηκες πια τη δική μου επιδερμίδα
τόσες φορές που σε χαϊδέψανε τα μάτια μου
έχεις πια πάρει κάτι από το μπλε.
φτάσαμε εδώ που φτάσαμε μαζί
ουλές και τραύματα εσύ χαρτί από ξύλο
ουλές και τραύματα εγώ μολύβι από ψυχή
λέξεις από μελάνι εσύ
εγώ από δίψα.
κι έτσι όπως γέρνεις δίπλα μου βουβό
και περιμένεις στωικά τη σκέψη μου
αρχίζω πάλι να ρωτάω για την παλιά μας λάμψη
αρχίζω πάλι μέσα σου ν' αναζητώ το φως

ν' ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα



αφιερώνεται στη Τζούλια Φορτούνη, την αγαπημένη
μας Μωβ του διαδικτύου, για την ανεκτίμητη βοήθειά
της και για τα σημερινά της γενέθλια, με ιδιαίτερη φιλία
και εκτίμηση. χρόνια πολλά, Τζούλια.

ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
και να χαμογελάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι
αργά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή

το χώμα να μυρίζει γειτονιά
και ο ταμπλάς ξεροψημένο σάμαλι
ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ’ τα κάστρα

νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους
να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας
πίσω απ’ τα τζάμια να ρουφάς
αργά, πολύ αργά τον τούρκικο
και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα
με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη
κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα

ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια

και πάλι στα κρυφά ανθίζει ο κόσμος



στα κρεμασμένα ρούχα ξεστρατίζουν
αχτίδες του ήλιου και η δροσιά
των δέντρων που δειλά αναθρώσκει
στο φως μικρές αυλές απλώνουν
χρώματα κι ευωδιές, παιχνίδια
χορταριασμένη απλώνουν τη γαλήνη τους
κάτω απ' το πίσω μου μπαλκόνι

είναι μια μέρα καθημερινή
και είναι σαν να λείπουν όλοι
και όμως σαν να είναι όλοι εκεί

γελιέμαι ή μήπως πάλι στα κρυφά
ανθίζει ο κόσμος;

εξαίσια άνθη του νερού



άδειασε η μέρα
έσβησε η πίκρα της ζωής.
κοιμούνται τώρα εκείνοι κι ονειρεύονται
σε μυστικά λιβάδια τ’ ουρανού.
εκείνοι τώρα ταξιδεύουν
σε σήραγγες ανεξερεύνητες της απουσίας.
παιδιά που ξαναγύρισαν σε χώρα μαγική
μάτια που ψιθυρίζουν χιλιάδες χρώματα
μέσα στο φως
άνθη της μνήμης
εξαίσια άνθη του νερού

ο μυστικός κήπος



κλείνουν τις πόρτες, τα παράθυρα
βουλώνουν με κουρέλια κάθε χαραμάδα
κι ενώ στα σκεύη στην κουζίνα ηχούν
και το διπλό κρεβάτι τρίζει
ο κήπος μπαίνει στο δωμάτιο

ο κήπος μπαίνει στο δωμάτιο μυστικά
μεταμορφώνεται σε πουπουλένιο στρώμα
τα φύλλα και τα πράσινα κλαριά
γίνονται επιδερμίδα, χείλη
γίνονται κεντημένα μαξιλάρια

με τα λουλούδια και τα σιντριβάνια του
με χώμα μυρωμένο, αφράτο
ανθίζει ο κήπος στο δωμάτιο
τα γκρίζα πρόσωπα μιας άλλης εποχής
θυμούνται και παράξενα φωτίζονται
στου τοίχου τις παλιές φωτογραφίες

ο κήπος κατακτά και παραδίδεται
εξερευνά κι ανακαλύπτει
με χίλιες δυο κραυγές, επιφωνήματα
με αναστεναγμούς και βογκητά
ως το μακρόσυρτο αχ και τη σιγή του τέλους

όλα τριγύρω είναι καθημερινά
κι όμως ο κήπος μπαίνει στο δωμάτιο
ο προαιώνιος κήπος
από το τίποτα σαν θαύμα ξαφνικά

οικόσημο του χρόνου το αγριόχορτο




παραθυρόφυλλα κλειστά στο φως
ένας εξώστης που λυγίζει
κάτω από παιδικές φωνές
κάτω απ’ τη μνήμη της χαράς
στα σάπια ξύλα του.
ξεθωριασμένα χρώματα
στους τοίχους και τα κεραμίδια
και στη ρωγμή φυτρώνει
οικόσημο του χρόνου το αγριόχορτο.
το αρχοντικό της νιότης πέτρωσε
κι η περηφάνια τώρα σιωπηλά
ιστορεί τη θλίψη της στον ουρανό.
απέναντι ο αιωνόβιος πλάτανος
το γκρίζο αμίλητο
κι ένας διαβάτης βιαστικός στο χιόνι

δακρύζοντας κάθε φορά τυφλός



μέσα στις στάχτες μου ενεδρεύεις
που εγώ σκαλίζω μάταια με τις λέξεις
δακρύζοντας κάθε φορά τυφλός.
είτε μιλήσω, είτε σιγήσω
θα 'μαι για πάντα σιωπηλός, το ξέρω.
είτε γελάσω, είτε δακρύσω
θα 'μαι για πάντα μόνος.
μόνος λοιπόν και σιωπηλός
τηρώ τις προαιώνιες εντολές
αναζητώ μια χώρα απρόσιτη
δακρύζοντας κάθε φορά τυφλός

μοναχικός λύκος αναζητά ουρανό

αυτόν που κρύβει η νύχτα στα ψηλώματα
απ' το γαλάζιο βλέμμα του

όρθιος σε χιόνι απάτητο
αναζητά βουνίσιο πέρασμα
να ξεδιψάσει με το πρώτο φως

μαύρη σιγή
λευκή σιγή απροσπέλαστη
και το αίμα του που στάζει αργά
κόκκινο ως το χάραμα
αίμα του λύκου σαν το φως
το μακρινό εκείνο
μάταιο φως

στις πράσινες κερκίδες τ' ουρανού



το βλέμμα μου κι η καλοκαιρινή σιωπή
το απομεσήμερο κάτω απ' τις λεύκες
ήχος ξερός των φύλλων στην πνοή του ανέμου
σαν αραιά χειροκροτήματα
στις πράσινες κερκίδες τ' ουρανού

κι έπειτα, ξαφνικά, το κόκκινό σου φόρεμα
σημαία και λάμψη, εμβατήριο
συμπυκνωμένο φως
και η στιγμή με την κομμένη ανάσα της

κόσμος της τίγρης, κόσμος του χαμού



ένα σπουργίτι στην ξερή μου γλάστρα
και η γυναίκα έρημη πίσω απ' το χνώτο της
στο απέναντι μπαλκόνι
παράθυρα κλειστά και παγωμένο χώμα
γυμνό σκοτάδι από ψηλά στα τζάμια
χειμώνας άτεγκτος
που δεν παρηγορεί, δεν ψεύδεται
κόσμος της τίγρης, κόσμος του χαμού
πόνος από τον ουρανό ως την άσφαλτο
και θάνατος
θάνατος που χορεύει στο κενό
και στροβιλίζεται
ποιος ζωγραφίζει θαύματα πάνω στους τάφους
ποιος είναι εκείνος
που μας δίδαξε όλες τις ερωτήσεις
και καμία απάντηση
σαν έντομα ποιος στις σελίδες καρφωμένους
μας περιεργάζεται
κόσμος της τίγρης, κόσμος του χαμού
όρθια δέντρα και τυφλά βήματα στο πλακόστρωτο
ριπές ανέμου
φώτα που ανάβουν δω κι εκεί στη γειτονιά
απορημένα
ψυχές μέσα στο δέος της νύχτας
που ονειρεύονται

σύννεφο εσύ κόκκινο στον ουρανό



να ξαναγεννηθούμε
με το δικό σου χάραμα ν' ανθίσει ο κόσμος

να ξαναγεννηθούμε
σύννεφο εσύ κόκκινο στον ουρανό
άγγιγμα και ταξίδι εγώ σαν άνεμος

να ξαναγεννηθούμε
θάλασσα εσύ των τροπικών
κι εγώ νησί μοναχικό στον κόρφο σου

δάσος εσύ, βελούδινο σκοτάδι
κι εγώ τ' αγρίμι που προφέρει
με το χνώτο του τις μυστικές σου λέξεις

αγνοί, αθώοι, αθάνατοι
εσύ κι εγώ ψυχή και φως

κίτρινο ξωτικό, κόκκινος χρόνος


(η σύνθεση έχει σαν βάση έναν πίνακα του Γιάννη Σταύρου, ο οποίος με τη σειρά του βασίζεται σε φωτογραφία του 1954)


το ξωτικό της Εγνατίας που χάθηκε
καμιά φορά το σούρουπο ξαναγυρίζει
λουσμένο στα θολά νερά του χρόνου

στο κίτρινό του πέρασμα μες στην ομίχλη
στο χώμα στρώνονται και πάλι οι ράγες
αρχίζει από το χτες ένα ταξίδι ατέλειωτο
ακούγεται μια μουσική
και ξεπροβάλλουν σπίτια σιωπηλά
μια ελευθερία παράνομη
στην κόκκινη καρδιά του χρόνου

στο κίτρινο του πέρασμα μες στην ομίχλη
δακρύζει κείνο το τίποτα της νιότης μας
που ήταν τα πάντα

το ξωτικό της Εγνατίας που χάθηκε
καμιά φορά το σούρουπο ξαναγυρίζει
στις γειτονιές που δεν υπάρχουν πια
κι από το Χαριλάου ως το Βαρδάρι
χτυπάει το καμπανάκι του
σαν φωτισμένο τραμ και σαν κορίτσι
που υπόσχεται τον ουρανό


το τέλος είναι πάντοτε θλιμμένο

παρόλα όσα ισχυρίζεται η αρχή
το τέλος είναι πάντοτε θλιμμένο.
χωρίς ωραία ενδύματα
το σώμα αναγνωρίζει την αλήθεια του
με τη λευκή σημαία της
η οθόνη άνευ όρων παραδίδεται
στον θεατή που έχει ήδη αποχωρήσει.
το τέλος είναι πάντοτε θλιμμένο
ενώ και πάλι μυστικά
τα χρώματα στην άδεια οθόνη αναδύονται

αιωνιότητα

όλα θα σβήσουν, όλα θα χαθούν.
τα δάκρυα μου στον ωκεανό
τα χρώματά μου στο ουράνιο τόξο
το όνομά μου στα φωνήεντα της σιγής.
όλα θα σβήσουν, όλα θα χαθούν.
κι εσύ μια μέρα
σ' άγνωστα μάτια θ' αγαπήσεις
μεθυστικό κι ανώνυμο
το ίδιο προαιώνιο φως

ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας



πια δεν υπάρχει τόπος
πια δεν υπάρχει χρόνος
πια δεν υπάρχει φως.
για να διαβάσει σιωπηλά το πρώτο θαύμα.
πως χάθηκαν τα ονόματα
πως έλιωσαν τα μάρμαρα
πως σκόρπισαν στο τίποτα οι γκρίζες στάχτες.
τα δάκρυα
οι λέξεις
όλα τα χρώματα κι οι μουσικές
πως συμπυκνώθηκαν στην αρχική γαλήνη.
και με μια κόκκινη έκρηξη
πως κάποτε ακούστηκε
και πάλι ανεξερεύνητος
ο μυστικός λόγος της ουτοπίας

Μυστικά και θαύματα

ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας (2007)

Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται (2002)


(το εξώφυλλο της συλλογής)


τα μυστικά αρχεία του κόσμου

γράφω τους στίχους που ανακάλυψα
στα μυστικά αρχεία του κόσμου.
με τα πρωτόγονά μου σύμβολα
καταχωρώ την προαιώνια μουσική
που οι μέλλοντες αιώνες θα συνθέτουν με αστραπές.
σαν άνεμος στην πέτρα της ερήμου γράφω
τα ονόματα που δεν προφέρονται.
βυθίζομαι στο απρόσιτο
να ανιχνεύσω τις δικές του λέξεις
το δέος μέσα μου ιχνηλατώ
να ζωγραφίσω το δικό του φως

βουβό τηλεγραφόξυλο του γαλαξία



στο αναλφάβητο τραγούδι
που συνθέτει το σκοτάδι και το φως
και στο βουβό τηλεγραφόξυλο του γαλαξία.
στα απαγορευμένα μυστικά και θαύματα
και στον ανεξερεύνητο λόγο της ουτοπίας.
σε κάθε αγγελτήριο της απουσίας του
πίσω από κάθε φόνο
και στις χιλιάδες γλώσσες της σιγής.
πατρίδα μου, ονομάζεσαι ανυπαρξία
ανυπαρξία, το όνομα σου είναι θεός

ουτοπία



το ωμέγα ως ωκεανός
ως χώμα και ως φως.
ο χρόνος ως αιώνιο δευτερόλεπτο
ο χώρος ως μοναδικό σημείο.
το ανερμήνευτο που κάποτε εγκαθίδρυσε
και τώρα ανατρέπει
την τάξη αυτού του κόσμου.
εκείνο που όλους μας αξίζει
το όνειρο που είναι εγγεγραμμένο
στα κύτταρά μας και στον ουρανό

ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται





νάμασταν, λέει
τραγούδι σε παλιό γραμμόφωνο
δέντρο σε καλοκαιρινό ψιλόβροχο
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται.
ή μήπως νάμασταν
εκεί ψηλά τα κεραμίδια πλάι στην καπνοδόχο
την ώρα πού όρθιος ξαποσταίνει ο πελαργός.
κι ύστερα, λέει
να φύτρωναν κόκκινα
κατακόκκινα φτερά στους ώμους μας
στα μάτια μας ένας κιτρινισμένος χάρτης για τον ουρανό.
να ταξιδέψουμε πέρα απ' τον πόνο και τον θάνατο.
νάμασταν, λέει
με κόκκινα φτερά
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται

μυστικά και θαύματα, 1






η μάταιη γνώση θάμπωσε το βλέμμα τους
ψιθύρισε η πνοή του ανέμου
και το ασήμι χαμογέλασε δειλά
στα φύλλα της ελιάς.
μ' αυτόν τον τρόπο παίζεται
η τυφλόμυγα του κόσμου.
πέρα μακριά,
πριν και μετά,
μέσα τους ίσως και τριγύρω.
το κάθετι ένα τίποτα
κι ένα αιώνιο μυστικό
το κάθετι ένα τίποτα
και ένα θαύμα

η καταγωγή του ονείρου






παρασκευή μήνα νοέμβρη με το ζώδιο του σκορπιού,
καθώς πυκνά σκοτείνιαζε στις παρυφές του Ολύμπου,
σχίστηκε σαν από σεισμό η γη στα δύο κι από τον Άδη
ορθώθηκε περήφανος και σκυθρωπός μπροστά μου
ο Πλούτων. μου φαίνεται πως ξέχασες ποιος είσαι,
είπε βαριά, ενώ το αράπικο χρεμέτιζε και δάγκωνε
με αφρούς τα χάμουρα κι ο Κέρβερος ήρθε κουνώντας
την ουρά και μου ‘γλειφε τα χέρια. άλλο δεν έχει από
το λίγο του αυτός ο ξένος τόπος, κι είναι καιρός που
η μάνα σου (εδώ μαλάκωσε ελάχιστα το αψύ του βλέμμα)
γύρισε στην πατρίδα και σε περιμένει. σήκωσε το δεξί του
χέρι απότομα κι έπεσε νεκρική σιγή τριγύρω. είσαι ψυχή
κι η θέση σου είναι δίπλα μου, με τις ψυχές

καμιά φορά σαν δέντρο ή σαν πουλί






υπάρχει μέσα μου ένα φως.
καμιά φορά σαν δέντρο ή σαν πουλί
ή ξέφτι απ' το γαλάζιο στο περβάζι σου.
υπάρχει μέσα μου ένα φως
που όλα τα ξέρει κι όλα τα αισθάνεται
μοναχικό που ταξιδεύει απ' την αρχή του χρόνου
που αστράφτει μέσα στη μεγάλη νύχτα
και δεν παραδίδεται

βόλτα στις ράμπλας τ' ουρανού, 1



(στο καφενεδάκι του ουρανού από αριστερά η Ούρλικε Μάινχοφ, ο Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι, ο Έζρα Πάουντ και ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι )

αργά χτες βράδυ ξαφνικά συνάντησα στις ράμπλας τ’ ουρανού
τον φοιτητή Καλιάγεφ παρέα με τον Ντουρρούτι να τα πίνει
ενώ η Ούλρικε στο παραδίπλα τραπεζάκι ζωγράφιζε με τη
σκιά της μια τίγρη μες στα σύννεφα, δώρο στον Έζρα και τον
Βλαντιμίρ. εκεί που έπιανα μια ψάθινη καρέκλα να καθίσω,
βγήκε από την πόρτα ο πανάγαθος σέρνοντας πίσω του, όπως
το συνηθίζει, και μια ταξιαρχία γαλαξίες. άντε, να πάνε τα
φαρμάκια κάτω, είπε, βάζοντας στο γραμμόφωνο ένα βαρύ
ζεϊμπέκικο και μοίρασε τα καραφάκια με το τσίπουρο απ’ το
κρυφό του αμπέλι. κουράστηκε ο πατέρας, ρε παιδιά, μ’ αυτόν
τον χαλασμό εκεί κάτω, πρόσθεσε με γλυκό χαμόγελο ο Ιησούς,
λες και παρηγορούσε πάλι τους απελπισμένους, κι από την άλλη,
του λείπει αυτός ο άκαρδος ο αυτόνομος και είναι άγριο πράγμα
ο παράδεισος χειμώνα καλοκαίρι με τα χερουβείμ

βόλτα στις ράμπλας* τ' ουρανού, 3


αργά χθες βράδυ ξαφνικά μες στην ομίχλη
είδα στις ράμπλας τ' ουρανού
λουλούδια και μικρά πουλιά
μάτια να λάμπουν.
κι ένα αρχαίο φιλόλογο και πάλι όρθιο
να διδάσκει άγνωστα κείμενα
σαν υποσχέσεις ή αινίγματα.
χαμογελούσε κι έγραφε
στα δάχτυλά του έλιωνε η κιμωλία του χρόνου
κι απ' τ' ανοιχτά παράθυρα οι έφηβοι
είχαν ήδη δραπετεύσει και ταξίδευαν.
αργά χθες βράδυ ξαφνικά
είδα στον μαυροπίνακα του τίποτα
για πάντα αμετάφραστη τη λέξη ελευθερία


* κεντρικός δρόμος στις ισπανικές πόλεις.
στη Βαρκελώνη, η Rambla de las Flores αρχίζει
από την Πλατεία της Καταλωνίας και καταλήγει
στο λιμάνι, στο άγαλμα του Κολόμβου και το
πλοίο Σάντα Μαρία

αδέσποτα

τ' αδέσποτα σκυλιά
τ' αδέσποτα παιδιά
οι αδέσποτες ψυχές.
άγριες, φωτεινές, ευάλωτες.
όχι ότι δεν έχουν κύριο και αφέντη.
μόνο που αιώνες τώρα απουσιάζει εκείνος
στην άλλη άκρη τ' ουρανού.
τα αδέσποτα σπάνια ξεγελούν τη θλίψη τους
στήλη καπνού στις κόρες των ματιών τους
που αναθρώσκει από μια μακρινή πατρίδα

χελιδόνια στην Άφυτο


πώς άκουσα τον μυστικό λόγο της ουτοπίας
πώς ξαφνικά κατάλαβα ότι είμαι ευλογημένος;
μα από τα χελιδόνια
όταν συνθέτουν τον ουρανό στην Άφυτο
για να ταϊσουν τα μικρά τους ύστερα
με τα γαλάζια ξέφτια του.
τα χελιδόνια που μπαίνουν από το παράθυρό μου
κι εγώ βουβαίνομαι
ενώ τα μάτια μου φωτίζονται και μεγαλώνουν.
φτεροκοπάνε
διαγράφουν άσπρα και μαύρα ημικύκλια
και μου τα φανερώνουν όλα.
όλα όσα ρωτούσα και μια ζωή δεν έμαθα

ούτε ένα μυτερό καρφί και σκουριασμένο




μια έρημη σοφίτα μακρινή
μέσα στη θλίψη τ'ουρανού είναι η ψυχή μου.
γεμάτη άχρηστα αντικείμενα
μια ψάθινη καρέκλα
ένα ποδήλατο με τρύπια λάστιχα
μια κόκκινη ξεφουσκωμένη μπάλα.
κι ένα σωρό θαμπές φωτογραφίες
απ' τους αρχαίους ενοίκους της.
όμως δεν κρύβει πλάσματα επικίνδυνα
κι ούτε ένα μυτερό καρφί και σκουριασμένο.
μια έρημη σοφίτα μακρινή
μια λέξη ανείπωτη είναι η ψυχή μου
ένα μοναχικό παράθυρο
που κάποτε φωτίζεται μέσα στη θλίψη τ' ουρανού

απαρηγόρητος

πως και γιατί δεν ξέρω
αυτή η λέξη μου ταιριάζει.
ίσως να είναι σαν το χνώτο μου
από παλιά στο τζάμι
σαν τα ρυάκια της βροχής
στο χώμα της Πλατείας Δικαστηρίων.
ίσως να είναι σαν τον γόο του βαρδάρη
στα καλντερίμια της γενέθλιας πόλης
ή σαν τα γράμματα που αναβοσβήνουν
μακριά στις φωτεινές επιγραφές.
και σαν το άγνωστο εκείνο
που κάποτε με έσπειρε και χάθηκε.
πως και γιατί δεν ξέρω
αυτή η λέξη μου ταιριάζει.
σε ξένο τόπο και σε ξένους δρόμους
μόνο

μέσα στα χρώματα μπροστά μου η Έφη

εκεί που πήγαινα
βαρύς και μόνος με τα χρόνια μου στην Εγνατία
ανάμεσα σε χωρικούς και μαγαζάτορες
βγήκε και πάλι ξαφνικά
μέσα στα χρώματα μπροστά μου η Έφη
κι έγειρε να σκουπίσει με τα μάτια της
τη μελανιά απ' το παλιό μου μπικ στο μέτωπο.
ένα δειλό πορτοκαλί αχνοχάραζε στα χείλη της
κι ένα βαθύ γαλάζιο ξέφτι τ' ουρανού
είχε σκαλώσει στα μαλλιά της.
σφιχτά κρατώντας τα βιβλία στο λευκό πουκάμισο
η ίδια εκείνη Έφη απ' τα δεκαοχτώ
το ίδιο σκονισμένο απομεσήμερο
τα ίδια εκείνα μάτια
μέσα στη θλίψη που χαμογελούσαν

κόκκινο όπως κόκκινο



κόκκινο χρώμα μυστικό
όπως βαθιά στο μαύρο και το μπλε
κόκκινο κόκκινο
μα όχι κόκκινο όπως αίμα, ηφαίστειο, αστραπή
κόκκινο όπως κόκκινο
όπως τα χρώματα που δεν γνωρίσαμε ποτέ
ο ήχος που αναδύεται
από την πρώτη συλλαβή της ουτοπίας

στις κορυφογραμμές του τίποτα



σε χαραμάδες μυστικές
δειλά ανατέλλει το χαμόγελο
πρώτα τα χείλη κυριεύει
σκορπίζει ύστερα και διαχέεται
αναζητώντας τις πηγές
αστράφτει στην επιδερμίδα
εγκαθιστά προφυλακές στα υψώματα
πυκνώνει τις λεπτές ρυτίδες
βυθίζεται και λούζεται
μέσα στις κόρες των ματιών
έτσι γυμνό και ακέραιο
αρχίζει ένα λυτρωτικό χορό
κι ανάβει όλα τα φώτα
στις κορυφογραμμές του τίποτα

το προαιώνιο ρίγος


προφέρεται στη μοναξιά και τη σιγή
στις παρυφές του ονείρου
την ώρα που οι νεκροί υφαίνουν έξω το σκοτάδι
και εισρέει από τις χαραμάδες
σαν κόκκινο κρασί η ανάσα τους
με δέος προφέρεται η ποίηση
καθώς προφέρει ανθίζοντας
ένα ξερό κλαδί το προαιώνιο ρίγος του

ποίηση, 2

όταν λυγίζει από καρπούς
ένα μοναχικό κλαδί στον άνεμο
όταν στην προαιώνια θάλασσα
αστράφτει ένα κόκκος άμμου
όταν του ναυαγού η ψυχή
ανεμίζει στον άδειο ορίζοντα
όταν η βεβαιότητα του τίποτα
προστίθεται στον πόνο
κι όμως η κάθε λέξη σχηματίζεται με αγάπη
όταν τα πάντα παραμένουν ανεξήγητα
κι όμως ανοίγει ένας φεγγίτης
στις μυστικές προσβάσεις τ' ουρανού
όταν αυτόν τον δρόμο μόνο ξέρεις
τον δρόμο μέσα στην ομίχλη

ένας ξένος από παλιά στο σπίτι μας

το ποίημα επιλέγει τον δικό του χρόνο για να γεννηθεί
είναι ένας ξένος που κατοικεί από παλιά στο σπίτι μας
κυκλοφορεί στο υπόγειο
και λούζεται με φως στο υπερώο
διαβάζει ένα ένα τα χειρόγραφά μας
αποκρυπτογραφεί τις μυστικές φωνές
που ταξιδεύουν μέσα μας
και πίνει για να μεγαλώσει
γιαυτό και είναι πάντα μεθυσμένο
το ποίημα επιλέγει τον δικό του χρόνο για να γεννηθεί
όπως πριν από μας επέλεξε αυτό το σπίτι για να κατοικήσει

δεν είναι αυτό το σπίτι ακατοίκητο



σαν πεινασμένο αγρίμι
η μνήμη στο μπαλκόνι περιφέρεται
θαμπώνοντας τα τζάμια με το χνώτο της
φλόγες αστράφτουν στα γαλάζια μάτια της
τα χείλη αγγίζουν λέξεις νοτισμένες στην αλμύρα
στο βάθος κάπου ακούγονται φωνές
ένα φόρεμα ανοιξιάτικο θροϊζει
η πόρτα μισανοίγει σαν χαμόγελο

δεν είναι αυτό το σπίτι ακατοίκητο
δεν χάθηκα σ' αυτή την πόλη μόνος

αρχαία πυξίδα

μια αιωνιότητα μετά
είμαστε πάντοτε θρυμματισμένα αστέρια
στην άλλη άκρη τ' ουρανού
κι είναι το κάθε κύτταρό μας αρχαία πυξίδα
που μέσα απ' τη μεγάλη σκοτεινιά
αλάνθαστα μας κατευθύνει στην πατρίδα
απορημένη η ψυχή μας αναπέμπεται στο χάος
έκθαμβη παραδίδεται στο άπειρο
εκεί όπου αναδύονται και τελικά ερμηνεύονται
οι μυστικές γραφές της ουτοπίας

έζησα


έζησα
μια κόκκινη αχνή γραμμή
μια λάμψη ίσως ή φωνή
μια ανάσα στο νερό
έζησα
σε δρόμους καθημερινούς
στον άνεμο και στη φωτιά
στον ουρανό
έζησα
για το δικό σου άγγιγμα
κι ένα χαμόγελο παιδιού
στον κόσμο αυτό του φόνου
έζησα
και είμαι ακόμη εδώ
μια κόκκινη αχνή γραμμή
μια λάμψη ίσως ή φωνή
μια ανάσα στο νερό

ο προορισμός του ονείρου



θα ξαναγεννηθούμε σε μιαν άλλη χώρα
θ' ανακαλύψουμε και πάλι τις πρώτες λέξεις
και θα προφέρουμε περήφανα
κάθε ελάχιστο αυτονόητο
στη γνώση μάταια θ' αναζητήσουμε τον κόσμο
θα περιπλανηθούμε στους μεγάλους δρόμους
με τις σειρήνες μέσα στην ομίχλη
και κάποτε έκθαμβοι θα συναντήσουμε
την πρώτη μας αγάπη
στα μάτια μας θ' αστράφτει
η ίδια προαιώνια λάμψη

τίποτα δεν θα θυμηθούμε
και τίποτε δεν θάχουμε ξεχάσει

το χάραμα δεν έχει μνήμη


το χάραμα δεν έχει τραύματα και ουλές
δεν έχει μνήμη
δεν έλαμψε ποτέ πάνω από δάκρυα και χαμό
δεν φώτισε εκτελέσεις
γιαυτό σαν από θαύμα αστράφτει
και πάλι στην αιώνια εφηβεία του
λέει, καλημέρα σας παιδιά
αγγίζει εδώ κι εκεί τα δέντρα
πιάνει κουβέντα με το αδέσποτο σκυλί
το χάραμα δεν έχει μνήμη
έχει μονάχα ένα βαθύ γαλάζιο φως
και το απλώνει χωρίς δισταγμό πάνω στον κόσμο

προδομένες λέξεις

στις ίδιες λέξεις επανέρχομαι μονότονα
αυτές που έκαναν κουρέλι οι αιώνες
οι ίδιες λέξεις από μέσα μου αναβλύζουν

κόκκινο και βαθύ γαλάζιο, επανάσταση
αγάπη, όνειρο και θαύματα του κόσμου
χώμα στον ουρανό και μυστικά, ελευθερία
και πάνω απ' όλα η πατρίδα που είναι φως
και πάνω απ' όλα η ψυχή μου που είναι φώς

στις ίδιες λέξεις επανέρχομαι μονότονα
στο αίμα μου και στο άγνωστο που είμαι

δικαιοσύνη

για πρώτη κι έσχατη φορά
θα απονεμηθεί δικαιοσύνη
στον ουρανό θα σβήσουν τα μεγάλα φώτα
στα μάτια μας θα σβήσει η λάμψη
στα στήθη ο πόνος
τα γράμματα θα εξατμιστούν
και οι σελίδες θα επανακτήσουν τη λευκότητά τους
στην αρχική αθωότητα
το άγιο σκοτάδι θα μας εξισώσει
όλα θα ξαναγίνουν χώμα
όλα θα παραμείνουν ανεξιχνίαστα
και θ' απλωθεί μπροστά μας το μεγάλο τίποτα
και η απόλυτη ελευθερία

όταν ανθίζει κρύβεται

στους πίνακες απλώνονται χρώματα μυστικά
τα πιο ωραία ποιήματα γράφονται χωρίς λέξεις
όταν ανθίζει κρύβεται
και με τους ήχους χάνεται
το κάτι αυτής της άλλης μουσικής
και εμφανίζονται σκιές
θρυμματισμένα σύμβολα
ίχνη που οδηγούν σε νέα αινίγματα
και η σιγή
η απόλυτη πυκνότητα
το ανέκφραστο λυτρωτικό σαν μοίρα
σαν πατρίδα

αιώνια μουσική ανεξιχνίαστη

ήχοι
θραύσματα ήχων
μέσα στους ήχους ανεξιχνίαστα
γράμματα
θραύσματα λέξεων
μέσα στις λέξεις ανεξιχνίαστα
πρόσωπα
ίχνη προσώπων
πάνω στο πρόσωπο ανεξιχνίαστα
ήχοι στους ήχους
λέξεις στις λέξεις
πρόσωπα στον καθρέφτη
ποτάμι στο ποτάμι
αιώνια μουσική
από το τίποτα στο τίποτα
ανεξιχνίαστη

λεπτή πολύχρωμη κλωστή

από τα παιδικά σου χρόνια
ξύπνησες πλάι μου
και μέσα στο σκοτάδι λάμπεις
με τις οικείες κινήσεις των χεριών σου
με χώρες μακρινές
να φτερουγίζουν στην ανάσα σου.
ξύπνησες πλάι μου με θαύματα μικρά
και μέσα στο σκοτάδι λάμπεις
λεπτή πολύχρωμη κλωστή
που με κρατάει ακέραιο
πάνω απ' την άβυσσο

τα μυστικά φωνήεντα

αν είναι να χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι
τότε γιατί ανοίγει μέρα και νύχτα ο ουρανός
γιατί η ψυχή μας δειλά προφέρει τα μυστικά φωνήεντα
γιατί αλάνθαστα γνωρίζει την πατρίδα.
αν είναι να χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι
γιατί ο δρόμος με τα χίλια αινίγματα
η μουσική
τα χρώματα
η ποίηση γιατί.
αν είναι να χαθούμε για πάντα στο σκοτάδι
τότε γιατί μας δόθηκε το φως

λάμπουν σαν δάκρυα τα χριστούγεννα

ένας μικρός χριστός γεννιέται πάλι αύριο
μόνος στον κόσμο
ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει θαμπά στο τζάμι
δέντρα για τα παιδιά
καράβια για τα όνειρα
ένα παραμύθι της αγάπης για τους απελπισμένους
παραμονή
και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας
στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα

μαθητεία, 2

και πάλι υπέβαλα στο άγνωστο
τις πέντε αισθήσεις μου και την ψυχή μου
και έγινα δεκτός στην πρώτη τάξη
του σύμπαντος σχολείου της αγάπης
τα τραύματά μου γράφοντας σαν όνομα
στο εξώφυλλο της καθημερινής ζωής.
είναι καλός για άνθρωπος
λένε οι δάσκαλοι μου με τον τρόπο τους
μια φλαμουριά που αγγίζει το μπαλκόνι μου
ένα γατί που περπατάει νωχελικά στον ήλιο
θα μάθει γρήγορα
όσα μπορεί να μάθει.
κι εγώ επιμένω
αφού δεν έχω πού αλλού να πάω
μερόνυχτα εγκύπτω
και λέω πως συνεχίζω τις σπουδές μου
σ' αυτό το πρώτο και πιο δύσκολο σχολείο
απ' το οποίο δεν προβλέπεται αποφοίτηση

γαλάζιο βαθύ σαν αντίο





κι έμεινα μόνος
με το γαλάζιο έλεος
της τελευταίας στιγμής στα μάτια σου
γαλάζιο ωκεανός και σιωπητήριο
γαλάζιο που με γέννησε
με φώτιζε και με σκοτείνιαζε
που ακτινοβολούσε και φτερούγιζε
έμεινα μόνος με το βαθύ γαλάζιο
σαν αντίο στα μάτια σου
μητέρα

μου φάνηκε πως δάκρυσε το φως

αυτή την άνοιξη μου φάνηκε
στα μάτια των παιδιών πως δάκρυσε το φως.
είναι μεγάλη η γειτονιά μας
κι έχει πολλά παράξενα ονόματα
όμως το φως δεν το γνωρίζει.
δεν ξέρει καν το φως από σημαίες και λάβαρα.
το φως μιλάει τη δική του γλώσσα
και τη μιλάει καλύτερα
όταν αστράφτει στα μάτια των παιδιών.
κι αυτή την άνοιξη
καθώς ξεκίνησε γυμνό
για τη μοναχική πορεία στο άγνωστο
μου φάνηκε στα μάτια των παιδιών
πως δάκρυσε το φως

κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ

δέντρα, αραιοί διαβάτες, παγωνιά
και κάτω απ' τις κραυγές των γλάρων
το ωδείο.
στο πάρκο της Ηλεκτρικής από νωρίς περίμενα
κοιτάζοντας προς τη μεριά της θάλασσας.
κάποτε φάνηκες
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
και μέσα στην ομίχλη μου χαμογελούσες.
στις μύτες στάθηκες να με φιλήσεις
κι ύστερα έφυγες.
κι όσο, χρόνο το χρόνο, στο βάθος σβήνεις
τόσο πιο καθαρά λάμπεις στα μάτια μου.
μέχρι που ξέρω πια με βεβαιότητα
πως είσαι δεκαοχτώ χρονώ
κάπου έξι μήνες πιο μικρή από μένα
πηγαίνεις στο παλιό ωδείο
σε λεν Σιμόνη
κι αγαπιόμαστε τρελά

το τελευταίο φως γλυστρούσε κατακόκκινο

απ' το μισάνοιχτο παράθυρο
το τελευταίο φως γλυστρούσε κατακόκκινο
και πυρπολούσε το ελάχιστο διάστημα
ανάμεσα στην πόρτα και το πάτωμα.
απελπισμένο
σαν κάτι να ζητούσε
σαν κάτι νάθελε να πει
στα παιδικά μου μάτια.
όμως εγώ δεν ήξερα το χρώμα του
αγνοούσα τη φωνή του
κι έμεινα εκεί αμίλητος
να το κοιτάζω εκστατικά να αργοσβήνει
κάτω απ' την πόρτα
στο δωμάτιο του βάθους

με το απαλό της ράμφος τον φεγγίτη

χαράματα και δάκρυα φορτωμένος ουρανός.
χτύπησε η χαρά
με το απαλό της ράμφος τον φεγγίτη.
με συγχωρείτε, είπε μ΄ένα δειλό χαμόγελο,
οι πόρτες είναι κλειδαμπαρωμένες
έχετε χίλιους λόγους να πενθείτε
κι εγώ ποτέ δεν έμαθα αριθμητική
δεν έμαθα αν πρέπει καν να υπάρχω.
όμως εσείς
το φόρεμά μου αν αφήσετε για λίγο
στο πάτωμά σας να θροϊσει
και ψιθυρίσετε σαν προσευχή
το κοριτσίστικο όνομά μου
ίσως και να με θυμηθείτε.
χτύπησε η χαρά
με το απαλό της ράμφος τον φεγγίτη
χαράματα ξανά

εδώ τελειώνει αυτό το παραμύθι

μια φορά κι έναν καιρό
στα βάθη της ανατολής
ζούσε ένας ήλιος μόνος.
σχεδόν παράνομος
με την πυρακτωμένη του καρδιά
προορισμένος να ανατέλλει
να φωτίζει
πάντα να βρίσκεται στον ουρανό
και να τα βλέπει όλα.
είπε η γιαγιά του κόσμου
γι' ακόμα μια φορά θλιμμένη.
εδώ τελειώνει κάπως πρόωρα
αυτό το παραμύθι
ώρα να πάτε για ύπνο.
ε, όπως πάντα,
ο ήλιος έζησε καλά
κι εμείς βεβαίως καλύτερα

με κάθε ανάσα σε πυκνότερο σκοτάδι

με κάθε βήμα στον λαβύρινθο
μαθαίνω τον μινώταυρο καλύτερα
με κάθε ανάσα σε πυκνότερο σκοτάδι
γνωρίζω περισσότερο το φως.
κι όπως πηγαίνω χωρίς νήμα προς το τέλος μου
βλέπω να αχνοφέγγει στο βάθος η αρχή.
βλέπω στο αίμα μου ν' ανθίζουν
η Ιωνία και η Μαύρη Θάλασσα
κι όλες οι πολιτείες της ανατολής που χάθηκαν.
μες στην ομίχλη εξαίσια βλέπω
να χαμογελάνε οι αγαπημένοι μου νεκροί
και βλέπω να με περιμένει
πλησίστιο το βαθύ γαλάζιο
για το ατέλειωτο ταξίδι στα βάθη τ' ουρανού

ευτυχία

σε γνώρισα σε χρόνο παρελθόντα ή μέλλοντα
με κάτι από τους γαλαξίες στο βλέμμα σου
στην κίνηση σου κάτι από γατάκι ή τίγρη
στο φόρεμά σου κάτι από το φως
σε κάποιαν άλλη εποχή πρέπει να ζήσαμε μαζί
σε κάποια χώρα μακρινή σε ξέρω
ξέρω όταν χαμογελάς κάθε ρυτίδα σου
κι όταν σωπαίνεις ξέρω
το σκοτεινό βελούδο των ματιών σου
σε νιώθω τώρα μέσα μου να αναδύεσαι
γεύομαι και μυρίζω κάθε σου τόπο μυστικό
είσαι ο αρχικός μου κωδικός
ψυχή αιώνια παρούσα και απρόσιτη

έζησα χρόνια και δεν έμαθα

έζησα χρόνια, διάβασα, ταξίδεψα
όμως ποτέ δεν έμαθα ποιος είμαι
τι είναι αυτός ο δρόμος και πού βγάζει.
ίσως τα μάτια μου να θάμπωσαν
ίχνη ζωής κρυσταλλωμένα στις σελίδες
κάτω απ' το φως όσα κοιτούσα
και δεν έβλεπα
εκείνοι που πολύ αγάπησα
ανίδεοι σαν κι εμένα.
έζησα χρόνια και δεν πήρα απάντηση
γιαυτό που αστράφτει μέσα μου
αυτό που μούδωσε πνοή και με σκοτώνει.
έζησα χρόνια και δεν έμαθα

αυτοβιογραφία, 2

μηνύματα ακατανόητα του αρχικού πυρήνα
θραύσματα ζωντανά
που παρασέρνει η προαιώνια θάλασσα
και κάποτε εναποθέτει σε άγνωστες ακτές.
χρώματα, ήχοι, ίχνη φωτός
που διασκορπίζονται στα βράχια
και στιγμιαία εδώ κι εκεί αστράφτουν σπαρακτικά.
που ανταμώνουν
σαν να φιλιούνται
σαν να συντίθενται και να διαλύονται
σαν να ονειρεύονται
σαν να θυμούνται αμυδρά
μια μακρινή πατρίδα.
και σαν να χάνονται μετά για πάντα

βραχνά μες στην ομίχλη

λοιπόν, μπορείτε να μαζέψετε τα ζάρια
για μας τέλειωσε πια το παιχνίδι
και χάσαμε, όπως ήταν φυσικό,
τα πάντα
ήδη χαράζει
και οι σειρήνες μας καλούν
για ένα τελευταίο καφέ στην παραλία
πάνω απ' τους γλάρους και τα πλοία
έξω απ' το γκρίζο φράγμα του κυματοθραύστη
βραχνά οι σειρήνες μας καλούν
μες στην ομίχλη

είμαι όσα μου δόθηκαν

είμαι όσα μου δόθηκαν
μια στάλα κόκκινο στο απέραντο του μπλε
ένα ελάχιστο κομμάτι από το τίποτα
ήχους του κάποτε στον άνεμο σκορπίζω
με το δικό μου όνομα
γράφω για τον δικό σας πόνο
που ούτε δικός μου είναι ούτε δικός σας
δεν είμαι εγώ λοιπόν που σας μιλώ
γιατί εγώ είμαι όσα μου δόθηκαν
γιατί εγώ δεν ξέρω καν ποιος είμαι
τώρα απομένει να επιστρέψω
εκεί που κάποτε ξεκίνησα
να επιστρέψω εκεί που οφείλω
το εγώ που είμαι
και που ποτέ δεν γνώρισα