μια ανθολογία των ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη

αn anthology of Tolis Nikiforou's poems with pictures by Julia Fortouni.

αγωνία θωρακοφόρου



οφείλω να σε προειδοποιήσω
οι στίχοι αυτοί σκοπεύουν ίσια στην καρδιά σου

με δάχτυλα γυμνά μην τους αγγίζεις
μέσα από καπνισμένο τζάμι
να φτάνει εδώ η ματιά σου
ύψωσε φράγματα κι αγκαθωτά συρματοπλέγματα
άκοπες άφησε τις τελευταίες σελίδες
θανάσιμο τον κίνδυνο όταν αντιληφθείς
φρόντισε να μη με πιστέψεις
άσε με μόνο
μείνε μόνος

εγώ που γνώρισα το βάθος της αβύσσου
μπορώ να καταλάβω τη δική σου οδύνη

το μαγικό χαλί (1980)

(το εξώφυλλο της συλλογής)

ζωντανός



με οξυγόνο τις εξάρσεις του σεισμού
στην υποθετική γραμμή που σχηματίζουν
μετέωρος σε πυκνή καταχνιά
συντηρώ την ανάσα μου

μέσα στην πυκνή καταχνιά
ανοίγω χαραμάδες με την πράξη μου
στην άγρια εποχή
εσένα καταθέτω
τη σχέση μας και τα γραφτά μου

αυτόν τον νικητήριο λόγο
καταθέτω
που κρύβει τη φωτιά στα σπλάχνα του
με τη φωτιά χυμούς που μεταγγίζει
το δέντρο της ζωής ν’ ανθίσει
απλό, περήφανο, μοναδικό
ένα προς ένα
για όλους τους ανθρώπους
αυτό το σ’ αγαπώ που λογοκρίθηκε
στην ξενητειά που επιβίωσε
και την παρανομία
έγινε αγώνας καθημερινός
κι είναι πιο δυνατό από τότε

κι αν τρέμει η φωνή
από τα δάκρυα αν έχουνε θαμπώσει
ακόμα μια φορά τα μάτια μου
η πυρκαγιά ξεκάθαρα το δείχνει
πως είμαι ζωντανός

Λονδίνο 1967 - 1971



ονειρεμένη πολιτεία του βορρά
ντυμένη τα βουβά σου χρώματα
μέσα σε μαγικές φωνές που προσκαλούν
μέσα σε στάλες καθημερινής βροχής

χρόνια που έζησα στη χαμηλή σοφίτα
περιπλανήθηκα στις γειτονιές σου
είδα τους κρόκους να ανθίζουν μέσα στο χιόνι
μέθυσα με το άρωμα των κοριτσιών σου

πλατείες που έχουν κατακτήσει τη γαλήνη
με γύρω τους τα σπίτια του παραμυθιού
απέραντοι κήποι και σκοτεινά παλάτια
βικτωριανά μέγαρα

απίστευτη πόλη
με το χαμόγελο στο πρόσωπο του αστυφύλακα
λεωφορεία κόκκινα με μυθικούς προορισμούς
πόλη της απεργίας
ράθυμη όπως το ποτάμι σου
με την κατάλεπτη επιδερμίδα της ηδονής

παγκόσμια πόλη
με τις χιλιάδες εκδοχές της ίδιας γλώσσας
με τα χιλιάδες πρόσωπα του ίδιου ανθρώπου
με τις χιλιάδες εκκλησιές της ίδιας πλάνης

πόλη που έμαθες να ζεις χωρίς το πάθος
που κρύβεις με στοργή τα λάφυρά σου
στις αίθουσες των μεσαιωνικών κτιρίων
πόλη που κατορθώνεις να φιλοξενείς
και την υπεροψία των αγραμμάτων
και την ελπίδα των κατατρεγμένων

γυναίκες με παράξενα καπέλα
η μυρωδιά του καπνού και του ξύλου
το ευχαριστώ σε κάθε φράση
οι ανεξήγητες επιγραφές
και τα πολύβουα καπηλειά με τη ζεστή τους μπύρα

γυρίζεις κάθε τόσο πολιτεία του βορρά
και φανερώνεσαι χλωμή στον ύπνο μου
λουσμένη στο αβέβαιό σου φως
ποτέ, ποτέ, ποτέ δική μου

Θεσσαλονίκη 1980



πολιτεία ρημαγμένη στον μυχό του κόλπου
βάρβαροι με χρωματιστές κορδέλες
με χάντρες εξαγοράζουν την ψυχή σου
πανικός
άγριος πανικός στους δρόμους
πανικός στα γραφεία
πανικός στα σπίτια που υψώνονται
και φράζουν τον άνεμο
καθώς οι νεκροί σαπίζουν
μέσα στα βιβλία τους
και αναδίδουν οσμή βραβείων
στάχτη, αρπαχτικές κραυγές
μια άνοιξη που ευνουχίστηκε
και το αίμα της ζωγραφίζει πολύχρωμες διαφημίσεις
μια στιγμή πριν απ' το τέλος
και έρωτας
έρωτας που κυκλοφορεί ανύποπτος
που δεν θέλει τίποτα να μάθει
έρωτας στα υγρά μάτια των κοριτσιών

το μαγικό χαλί



σε μυστικά δωμάτια υφαίνεται
με δάχτυλα σκληρά ή ευαίσθητα
από τεχνίτες που υποπτεύονται
πως το έργο μπορεί και να μην έχει τέλος
- αυτή είναι η φύση του -
που ελάχιστα κατέχουνε
υπόσταση και τον σκοπό της κίνησης
βλέπουνε - ο καθένας - μικρά κομμάτια
από μια μόνο θέση
ταγμένοι να υφαίνουν

όταν πεθαίνουν
μετουσιώνονται σε απειρόχρωμες κλωστές

πράξη ζωής



αιμάτινη μια στάλα βροχής
παντοτεινός ο έρωτας φτερουγίζει
στα νύχια του νεκρού
που εξακολουθούν να μεγαλώνουν
στο αγριόχορτο που αδιάφορο φυτρώνει
γύρω απ' τους τάφους
στην έσχατη εκείνη συνουσία
του ετοιμοθάνατου ελέφαντα

ο έρωτας ραπίζει το πέτρινο πρόσωπο της ανυπαρξίας

ανεξακρίβωτο ιπτάμενο αντικείμενο



στον Βασίλη

αλκυόνες με περίλαμπρα χρώματα
οι μακρινοί μου πρόγονοι
ένα σμήνος με εξόριστα φτερά
από τον άγνωστο γαλαξία
μεσουράνησαν στη μεγάλη σκοτεινιά
έτη και έτη φωτός
κρατώντας τον σπόρο της δημιουργίας
σφιχτά στο ράμφος

κι έρχομαι σήμερα εγώ
με αίμα και φως να σας μιλήσω
με των θαυμάτων τα λίγα ψίχουλα
θανάσιμα τοξεύω την καρδιά σας
έρχομαι σήμερα εγώ να ζωγραφίσω
ένα φανταστικό πουλί στο μέτωπό σας

ανατριχίλα



από τα χείλη αργά
μακρόσυρτα ως τον λαιμό
τα στήθια ανάμεσα, τους ώμους
μια σκοτεινή ανατριχίλα
ανατριχίλα που κυριεύει το μυαλό
ανάβει τη φωτιά στα γόνατα
ως το μεδούλι που εισχωρεί
που καίει το δέρμα
προμήνυμα του πυρετού
και της κοφτής ανάσας
μεθοδικά που κορυφώνεται
που επιταχύνει τον παλμό
ξυπνάει κάθε μόριο στο κορμί
νύχια που ψάχνουν για αίμα
δόντια που ψάχνουν για αίμα
ακόμη πιο βαθιά
πιο δυνατά
ανατριχίλα που γεννάει τον σπασμό
ο ψίθυρος που γίνεται κραυγή, εκτίναξη
γίνεται μούδιασμα, εγκατάλειψη
και σβήνει.

επίγνωση



με επίγνωση βαδίζω
στην άκρη άκρη του γκρεμού
γνωρίζω πια την κατασκότεινη άβυσσο
κι όταν σκοντάφτω και παραπατώ
χωρίς κανένα μάταιο επιφώνημα
κρατάω το χέρι σου σφιχτά
μες στις σχισμές των βράχων
ψάχνω για άγρια φυτά
να μου διδάξουν το δικό τους βλέμμα
μπροστά σε χίλια χρόνια
ή δέκα δευτερόλεπτα ζωής
με επίγνωση αιωρούμαι
πάνω από το κενό, το τίποτα
με τη φωνή μου ακέραια
και τον αντίλαλο
κι εσένα

γυναίκα





κάθε μικρή σου υποταγή
μειώνει τη δική μου ελευθερία
εμένα ταπεινώνει
κάθε χαμένο σου δικαίωμα
πληγώνει τη δική μου αξιοπρέπεια
κάθε παραπανίσιο σου φορτίο
έχει σε μένα ρίζες προγονικές
κάθε σε βάρος σου αδικία
είναι μια στυγερή κλοπή
απ' το παγκάρι της δικής μου εκκλησίας
κι όταν εσύ λιποψυχείς
εγώ είμαι ο αληθινός προδότης

στέκεσαι δίπλα μου
στο σπίτι, στη δουλειά ή στο οδόφραγμα
και με τα ίδια μάτια
ελεύθερα ατενίζουμε τον ήλιο
περήφανοι
ασυμβίβαστοι
ωραίοι μέσα στα τόσα ελαττώματά μας
εμείς που η φύση έταξε σε σάρκα μία

οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν



νιώθω μιαν ακατάσχετη παρόρμηση
να κατουρήσω πάνω στο γραφείο σας
κύριε πρόεδρε
πάνω στους ισολογισμούς εταιριών
με κέρδη αμύθητα, πάνω στους κώνους
τα υποβρύχια και τους κομπιούτερ
και τους αδιάφορους πολίτες της πατρίδας σας

άλλο χαιρετισμό σαν μελλοθάνατος δεν έχω
μπροστά στο σπίτι μας που καίγεται
και στο παράλογο αυτό τέλος της ζωής

κι εσύ, μονάκριβη μου εσύ,
μη με ρωτήσεις πώς και γιατί
τύλιξε μόνο τα μαλλιά σου στον λαιμό μου
κι ακούμπησε στο στήθος μου το χέρι σου
αυτό το έσχατο μυστήριο να τελέσουμε
να ταξιδέψουμε στο άπειρο
κάποια μετέωρη στιγμή του γαλαξία
σαν σκόρπιες νότες από τη μουσική του αύριο

O μεθυσμένος ακροβάτης (1979)

(το εξώφυλλο της συλλογής)

είμαι ένας μεθυσμένος ακροβάτης



είμαι ένας μεθυσμένος ακροβάτης
ένας απίστευτα γενναίος ισορροπιστής
βαδίζω απρόσεχτα, χορεύω
γλιστράω, κρατιέμαι την έσχατη στιγμή
παίζω με την κομμένη σας ανάσα
περιγελώ τα επιφωνήματα
εγώ ο ίδιος πριονίζω το σχοινί
στο χέρι μου κρατάω σφιχτά τον ουρανό
τον τρύπιο σκούφο μου για τα φιλοδωρήματα

το ξέρω πως θα συντριβώ
το αίμα μου πάνω στην άσφαλτο θα σχηματίσει
ένα παράξενο φεγγάρι
οι νοσοκόμοι με τα άγρια γένεια
θα διασώσουν μοναχά
κείνο το εκθαμβωτικό λουλούδι
που θε ν'ανθίσει στο σημείο που έπεσα

ποιητής




εγώ δεν γράφω στίχους
δεν τραγουδάω
σαν προαιώνιος κατακλυσμός
κλονίζω τα ίδια φράγματα
σαν την πανούργα θάλασσα
κατατρώω τον ίδιο βράχο
σαν πεισματάρης γύφτος
δουλεύω το ίδιο φυσερό
ανάβω την ίδια φλόγα
κολλάω αφίσες με το σάλιο μου
σκίζω στολές
τσακίζω αλύπητα παράσημα
χορεύω στις ανύποπτες πλατείες σας
μπερδεύω τους λογαριασμούς σας
ανοίγω το κλουβί να φτερουγίσετε
αδειάζω ένα τσουβάλι ζωγραφιές στα πόδια σας


το μαγικό μπαλόνι


αγόρασα ένα μαγικό μπαλόνι
μη με ρωτήσετε πότε και πού
είναι σαν να το είχα πάντα
κι όμως θυμάμαι ότι το πλήρωσα πανάκριβα
έδωσα το δεξί μου χέρι
κομμάτια ματωμένα από τη γούνα μου
γι' αυτό και το κρατάω τρυφερά
ανάλαφρα στα δυο μου δάχτυλα
μα δεν το κρύβω σε δωμάτια μυστικά
το περιφέρω στους μεγάλους δρόμους
και το εκθέτω στους πιο άγριους καιρούς
κι εκείνο αντέχει μ' ένα τρόπο θαυμαστό
του ψιθυρίζω λέξεις
μουσικές
και το κοιτάζω εκστατικά
μπορώ να διακρίνω μέσα σου ολοκάθαρα
μυριάδες χώρες άγνωστες και μακρινές
και πολιτείες μυθικές ονειρεμένες
άστρα, πλανήτες, νεφελοειδείς και γαλαξίες
και πάνω απ' όλα
εσένα, τα παιδιά, τον ήλιο τον μοναδικό
το κόκκινο ολοκόκκινό σου ρούχο


προστασία του περιβάλλοντος



τα χημικά κατάλοιπα
οι καπνοδόχες των εργοστασίων
οι υψηλές οικοδομές, τα αυτοκίνητα
είναι απλά κι ενδεικτικά συμπτώματα

μολύνθηκε η ζωή μας ανελέητα
από τα καυσαέρια των εκκλησιών
τους θλιβερούς δασκάλους που υπηρετούν
τις υποκριτικές σας σχέσεις

μολύνθηκε η ζωή μας ανελέητα
από τις διάφορες στολές
τα προσωπεία
τη στρατιωτική σας μπάντα
τους νόμους σας και τις διατάξεις

ευγενικοί μου συμπολίτες
να μην ρυπαίνετε το περιβάλλον
με την παρουσία σας


Ελλάδα 1979


με το αίμα μου σε ιστορώ πατρίδα μου

πολιτείες παραδομένες στο μπετόν
δρόμοι σημαδεμένοι με ξενικές επιγραφές
κάθε οικοδομή και μια τράπεζα
κάθε γωνιά κι ένα φροντιστήριο
κάθε διαμέρισμα και ένα διαφθορείο
οι νέοι με τα μηχανάκια
τα αυτοκίνητα στο πεζοδρόμιο
αναρίθμητα ξενοδοχεία και υπηρέτες
εκτρώσεις σε ιδιωτικά ιατρεία
οι άρρωστοι στους διαδρόμους των νοσοκομείων
δεκατρείς χιλιάδες δικηγόροι στην πρωτεύουσα
και οι εργολάβοι σε απεργία
με παγάκια και ξηρούς καρπούς
προδότες που δοξολογούνται
δοσίλογοι που αμείβονται
χαφιέδες που καταχωρούν τα ίχνη της αγωνίας μας

στο καφενείο του χωριού ο λαός περιμένει
πριν και μετά τις διαφημίσεις
το επόμενο έμβασμα του μετανάστη
το επόμενο αστυνομικό σήριαλ
την επόμενη μοναδική διέξοδο
κοινή ευρωπαϊκή εξαγορά

τα ψάρια νεκρά
η αέρας μαύρος
η γη πουλημένη

κι η ελιά να γαντζώνεται με πείσμα
ν’ απλώνει παλάμες στον γαλάζιο ουρανό
αιώνες τώρα
και τα πεύκα να χαϊδεύουν τη θάλασσα

πατρίδα μου
το μεγαλείο σου τέλος δεν έχει


στον αστερισμό του σκορπιού


είναι μικρός τόσο μικρός
αυτός ο τόπος
μόλις χωράει τους μικρούς καιρούς που ζούμε
μόλις χωράει τις μικρές λογιστικές καρδιές σας

ακούστε βολεμένοι
που μετράτε τις δεκάρες σας
σαν τα τριάντα αργύρια της μίζερης ψυχής σας
ένας μετεωρίτης στροβιλίζεται πυραχτωμένος
σβήνει τα τεχνητά σας φώτα
και σας ραντίζει με τις σπίθες του
και να σας κάψει απειλεί με τη φωτιά του
ακούστε ευνούχοι
με τις λεπτές φωνές και τα καμώματα
της κοινωνίας των εμπόρων
ακούστε εμένα που κατέβηκα μήνα νοέμβρη
με το φαρμακερό αερόπλοιο του σκορπιού
και σας κεντάω θανάσιμα με την ουρά μου

πάνω στις γειτονιές σας απλώνεται ακατάλυτο
μεθυστικό
το ανεξήγητο τραγούδι μου


το τραγούδι του έρωτα


είμαι πλασμένος από μαύρο χώμα
ανθίζω όπως η μυγδαλιά το καταχείμωνο
φέρνω πολύτιμο μέσα στις φλέβες μου
αυτής της ίδιας γης το σπέρμα

φιλάω μία μία της άκρες των δαχτύλων σου
διατρέχω με τα χείλη μου
το κάθε εκατοστό του δέρματός σου
αγγίζω ψηλαφώ ορθώνω τις σκληρές θηλές σου
ψάχνω τις εσοχές σου με τη γλώσσα μου
τις εξοχές σου με τις μύτες των δοντιών
βρίσκομαι πάνω, πλάι, κάτω σου
εισβάλλω μένω ακίνητος
σαν κορυφή βουνού
που την τυλίγει ο μπαμπακένιος ουρανός
νιώθω να πάλλεσαι σαν τρυφερή χορδή
να χαλαρώνεις και να σφίγγεσαι
ν’ αποτραβιέσαι και να δίνεσαι
εισπνέω αχόρταγα το άρωμα
μετράω τους σπονδύλους σου
αδειάζω βίαια τη ραχοκοκαλιά μου
τον νωτιαίο μου μυελό
λούζομαι μέσα στα δάκρυα των μαλλιών σου

είμαι ένα πυρωμένο σίδερο
που ανεξίτηλο χαράζει στη μήτρα σου το μέλλον
κάθε σου ηδονικός σπασμός
μια οιμωγή του κόσμου που γεννιέται
είμαι η ίδια η ζωή
και είμαι αθάνατος


το ποίημα το πιο ωραίο

το ποίημα το πιο ωραίο
τους απαράμιλλους στίχους
τους έγραψες εσύ
έφηβη όταν δούλεψες καπνεργάτρια
για να πληρώσεις το ψωμί και το βιβλίο σου

το ποίημα το πιο ωραίο
τους απαράμιλλους στίχους
και πάλι εσύ τους γράφεις
στα δικόγραφα και τις γυμνές αίθουσες
τους απαγγέλλεις με πεντακάθαρη φωνή
μπροστά σ' εκείνους που δικάζουν τα παιδιά
για τις εφημερίδες, τα χουνιά και τις αφίσες

σηκώνομαι και σε φιλώ ψηλά στο μέτωπο
σφίγγω συντροφικά τα χέρι σου
μοιράζομαι με ευγνωμοσύνη το φορτίο
ποιήτρια της καθημερινής ζωής

που πάμε

ξεκινάμε κάθε πρωί
αρματωμένοι μ' ένα φλογισμένο νου
και βγαίνουμε ξυπόλυτοι στον δρόμο

πού πάμε
και πού περιφέρουμε
αυτό το μεθυσμένο όραμα
ποιούς προσπαθούμε να πλανέψουμε
μιλώντας τη δική μας γλώσσα
ίσως αγγίζοντας τις κορυφές των δέντρων

ξεκινάμε κάθε πρωί
όπως ο ήλιος και το φως
ακολουθούν τη φυσική πορεία τους

τι θα μείνει

και ποιον δεν περιμένει το άγιο σκοτάδι
η λησμονιά, η σιγή, το τέλος
καθώς θα εκσφενδονιστεί η μάταιη γη
στην πρώτη και έσχατη πατρίδα μας
καθώς αδιάφορο θα μας υποδεχτεί το χάος
τι θ' απομείνει άραγε
παρά τα φωτεινά κουρέλια
οι πέντε τρομερές μου λέξεις
για να περιμαζέψουνε με δέος οι κοσμοναύτες
σ' άλλα συστήματα αστρικά
να αναστήσουνε του πεθαμένους ήλιους
που γύρω τους θα περιφέρονται
πλανήτες με λαμπρούς πολιτισμούς

το άπειρο μιλάει με τη φωνή μου

ανταμοιβή

ανταμοιβή

και μην παραγνωρίζετε τον κίνδυνο
εγώ αμείβομαι πλουσιοπάροχα
έχω μεγάλα δικαιώματα συγγραφικά
είμαι ένας σάυλωκ παράξενος
σας δίνω την ψυχή μου δώρο
και παίρνω τη δική σας την ψυχή
προσάναμα μιας φωτιάς πάντα καινούριας

Αναρχικά (1979)

(το εξώφυλλο της συλλογής)

ένα παιδί


με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά
πίσω απ' τις στάλες της βροχής
ένα πολύχρωμο κόσμο

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες
μέσα στον χειμώνα
ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια
για το γατάκι του που πέθανε
για το λουλούδι που μαράθηκε
για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τρύπιο παλτό
που λαχταράει τα ζεστά κάστανα
τη γειτονιά και τους φίλους
την άνοιξη που θάρθει

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
που δεν δέχεται
πως μπορώ να γελάω
όταν τη ίδια στιγμή κάποιος κλαίει

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
απαρηγόρητο
που θάθελε να φτιάξει τη ζωή
στα μέτρα της καρδιάς του

τραγούδι επιτάφιο κι επαναστατικό

γεννήθηκε ισπανός
αν έχει η φλόγα εθνικότητα

ήταν ένας απλός εργάτης
που έζησε σε τρώγλες
σε τρύπες των τοίχων
και πίσω από οδοφράγματα

δεν έμαθε πολλά
να μιλάει μοναχά με τον ήλιο
να μην φοβάται τα ερείπια
έτσι να χτίζει καλύτερα

γκρέμισε τον αρχιεπίσκοπο της σαραγκόσα
ο βίαιος
πυρπόλησε τις μητροπόλεις
ο κακοποιός
χτύπησε τον βασιλιά και τις τράπεζες
ο ληστής
περιπλανήθηκε στη νότια αμερική
ο αλήτης
τέσσερα κράτη τον καταδίκασαν σε θάνατο
όμως αυτός
είχε όλα τα κράτη καταδικάσει
όλες τις κυβερνήσεις
κλαίγοντας και γελώντας σαν παιδί
μπροστά στην οδύνη του ανθρώπου

στην ισπανία γύρισε
να πολεμήσει για την επανάσταση
να καταχτήσει τη ζωή και το μέλλον
γνωρίζοντας πως θάνατος δεν υπάρχει

σκοτώθηκε στη μαδρίτη
μπροστά στην υποδειγματική φυλακή
για να μην υπάρχουν φυλακισμένοι στον κόσμο

ο μπουεναβεντούρα ντουρρούτι
σαν φλόγα καυτή
άναψε πολλές καρδιές

εμείς

εμείς
δεν έχουμε παρά ένα φλογισμένο όραμα
ένα όραμα ασυμβίβαστο
εμείς
δεν διστάζουμε να μιλήσουμε την αλήθεια
που καρφώνει τη σημαία της
πάνω στο πτώμα του φόβου
εμείς
γεννηθήκαμε πριν τον καιρό μας
για να φέρουμε τον καιρό μας στο σήμερα
εμείς
δεν έχουμε παρά ένα τραχύ ρούχο
κόκκινο και μαύρο
να μας κεντρίζει το στήθος
στο σημείο της καρδιάς
ένα ρούχο που σημαίνει
ελευθερία

χρέος

χρωστάμε μόνον
σε κείνους που πολύ αγάπησαν
και ζήσανε την πίκρα
χρωστάμε μόνον
σε κείνους που πολύ αγωνίστηκαν
και ζήσανε την ήττα
χρωστάμε μόνον
σε κείνους που πολύ ονειρεύτηκαν
και ζήσανε τον εφιάλτη
χρωστάμε μόνον
σε κείνους που περιφρονήσανε τον θάνατο
και πέθαναν
κι είναι νεκροί
κι ανθίζουν
και μυρώνουνε το χώμα

χρωστάμε μόνον
το φως του κόσμου

η μουσική των ονομάτων

διαβάζω ονόματα ένα ένα
φεντερίκα μοντσένι
ελ καμπεσίνο
μιγκέλ ντε ουναμούνο
κι ύστερα
τζων κόρνφόρντ
άγγλος φοιτητής πρώτος στο μέτωπο
πιέρ - εργάτης
τζιάκομο - αγρότης
αλέξανδρος - ποιητής
άγνωστος ή ανώνυμος
σκοτώθηκε
σκοτώθηκε
σκοτώθηκε εικοσιδύο χρονώ

διαβάζω φράσεις σαν διάττοντες
οι διεθνείς ταξιαρχίες στη μάχη
από πενήντα χώρες τρέξανε
αλληλεγγύη των λαών

τόση ζωή μέσα στα μνήματα
τόση φωτιά πάνω στα μάρμαρα
τόση δίψα
τόσο μεγάλο το κοιμητήριο της ισπανίας

το ποτάμι

πορτοκαλιές όχθες
κιτρινισμένα φύλλα π' αγγίζουν το νερό

αυτό το ποτάμι
που φιδοσέρνεται στον κάμπο
είναι η ζωή μου

ήρεμο κι αργό
ένα βουβό πάθος
πυρετός για τη θάλασσα
μια λαχτάρα για τα ψηλώματα που άφησε για πάντα

διαφήμιση


σε περιοδικά και εφημερίδες
στις αφίσες του τοίχου
σε τετράγωνες οθόνες
μόνιμο το χαμόγελό σου
καθώς εξαργυρώνεις τη σαγήνη σου
προαιώνιο θηλυκό
ηγερία της κατανάλωσης
εφιάλτη της γενιάς σου
ανίδεο και συ εμπόρευμα

προσευχή δυτικόφρονος



και δώσε μου σήμερα
ροπαλοφόρε μου αφέντη
την ευτυχία του ζεστού περιστρόφου
μιας κόκα-κόλα τη δροσιά
ν' αλλάζω αυτοκίνητο κάθε έξι μήνες
να αποκτήσω ψυγείο κελβινέιτορ
αυτόματο σκουπιδοφάγο
την προστασία της σαβάκ, της ντίνα, της εσά
να γίνω πάνω απ' όλα
υπάλληλος μιας πολυεθνικής σου
προοδευτικής και κερδοφόρας
άλλο δεν θέλω

εγώ θα δώσω βάσεις και διευκολύνσεις
θα είμαι εχθρός για τους εχθρούς σου
θ' ανακατεύω λέξεις ξενικές στην ομιλία μου
θα τραγουδήσω τα τραγούδια σου

θα γίνω μια ακόρεστη αγορά
θα ζήσω με την αγωνία του χρήματος
θα βλέπω τη μοναδική διάσταση στα πράγματα

παράκληση και προσφορά μου

ένας κοινός άνθρωπος


φόρεσε τη γραβάτα
το λευκό του πουκάμισο
τα γυαλισμένα του παπούτσια
το πρόσωπο που αρμόζει στην περίσταση
και λύγισε τη μέση

κάθε άνθρωπος το έχει κάνει αυτό
κάθε άνθρωπος έχει ξεχάσει
μόνιμα το ξεχνάει
να ψάξει μέσα του
φοβάται μην ανακαλύψει
ένα μικρό αναρχικό να κρύβεται και να του γνέφει

και τι θα γίνει τότε
η ακριβέστατα ρυθμισμένη του ζωή

εγώ




μη με κοιτάτε έτσι χλωμό
καλοντυμένο
με τρόπους άνετους και με κινήσεις
από το σπίτι στο γραφείο
απ' το γραφείο στο σπίτι
σε μάταιο κύκλο ερμητικά κλεισμένο

μη με κοιτάτε έτσι δειλό
με το σημάδι του γραφιά στο δάχτυλο
με τον μισθό στην πρώτη και στις δεκαπέντε
ανίδεο
ή με τη γνώση υποταγμένη

εγώ
κρύβω στα μάτια μου οράματα που οδηγούν
σε τόπους και καιρούς που θάρθουν

εγώ
μπορώ με μια φωνή
να πλημμυρίσω τις πλατείες
τους δρόμους με σημαίες και λάβαρα
με μια βουή ασυγκράτητη που καταλύει τα πάντα

η φαντασία μου εξουσιάζει τη ζωή σας

μαγεμένη ψυχή


σ' αγάπησα
σε σκονισμένες γειτονιές και εργοστάσια
στην άχρωμη επιφάνεια του μπετόν

πίσω από οδοφράγματα σ΄αγάπησα
σε συγκεντρώσεις απεργών
σε διαδηλώσεις φοιτητών
στους διαδρόμους των δικαστηρίων

σε μυστικές συνεδριάσεις της νύχτας
είναι γραμμένο τ' όνομά σου
στις προκηρύξεις που μοιράσαμε
στις κόκκινες αφίσες που κολλήσαμε
και στα αρχεία των τμημάτων ασφαλείας

σ΄αγάπησα, σύντροφέ μου,
η μαγεμένη σου ψυχή είναι δική μου
η αγωνία μου σου ανήκει

επενδύσεις



χρόνια ολόκληρα δουλειάς
χρόνια μεγάλης προσμονής
είκοσι χρόνια

σε μια μακρινή γειτονιά
ένα σπίτι
τοίχοι γεμάτοι βιβλία
πάτωμα γεμάτο παιχνίδια
μπαλκόνια γεμάτα λουλούδια
παράθυρα γεμάτα φως

ένα σπίτι
πλημμυρισμένο παιδιά
απ' το ορφανοτροφείο και το άσυλο
μελαγχολικά μάτια
που αύριο θα γελάσουν
τα παιδιά μας

είμαστε πλούσιοι τώρα
είναι δικό μας
το μέλλον του κόσμου

η επανάσταση


η επανάσταση δεν έχει αρχή και τέλος
γεννιέται και πεθαίνει κάθε στιγμή
η επανάσταση κυνηγάει τη χίμαιρα
είναι ένα ποίημα με όπλο
μια μήτρα γεμάτη σπέρμα
ένας έρωτας της αρμονίας του γίγνεσθαι
κι ακόμα είναι
ψωμί για τα παιδιά του κόσμου

η επανάσταση αγναντεύει το άπειρο

Οι άταφοι (1966)

(το εξώφυλλο της συλλογής)

Οι άταφοι Ι




κατάγγιχτα στη νύχτα και την άσφαλτο
τα τείχη
η θάλασσα
οξυγώνια χτίσματα λογχίζουν τον ουρανό
καράβια σταχτωμένα από σιγή
της πολιτείας τα νεφελώματα
ρομφαίες στο νερό
μυριόχρωμες
βραχνές φωνές
αποχαμένες πριν την άρθρωση
στου μπετόν τους σπόνδυλους
γαλήνη
πηχτό το μαζούτ
πέτρα ο κάμπος
κάτω απ' του βορρά τον άνεμο
ως τα τεφρά βουνά
σφραγίδες του ορίζοντα
(...)

Οι άταφοι II



(...)
πήρα τις πλατειές λεωφόρους
κάτω από στύλων θαμπές αγχόνες
έκκληση αναπόκριτη
κίνησα με της πολιτείας τον λήθαργο
κατάντικρυ στ' άδειο φεγγάρι
περίδνηση άμετρη
απώλειας αίσθηση πριν την απόχτηση
όραση σκορπισμένη στο γυαλί
βγήκα στους δρόμους που δεν οδηγούν
το χτες
το σήμερα
το αύριο
διαχωρισμούς κουτούς ν΄αναζητήσω
μίλησα
και τα λόγια μου
στων μεγαφώνων τις κραυγές
παραμορφώθηκαν
άγγιξα
η λαμαρίνα
η λάσπη
η σάρκα
αντίγραφα
(...)

τους φίλους μου αποζήτησα
ονόματα της νιότης
φύγαν μαζί της
ναυάγησε η φαντασία τους
για μια στολή
μια υπόληψη
και δυο δεκάρες
(...)

Οι άταφοι III



ανήλεος μια νύχτα ο θάνατος
την τραγικότητά του θ' απαιτήσει
(...)

τα καταχθόνια στυλώματα θα υποχωρήσουν
οι πινακίδες θα αναστραφούν
και τα εμπορεία θα καταρρεύσουν
σηκώνοντας κονιορτό μεγάλο
το πώματα των τάφων θ' αποκοχλιωθούν
πτώματα σ' αποσύνθεση
τους δρόμους θα καταλάβουν
όπου και η κατοικία τους
τα χέρια οι διαβάτες στο πρόσωπο θα φέρνουν
της πραγματικότητας μην αντέχοντας τη συνείδηση
αργά όμως πολύ θα είναι
οι ουράνιοι υδατοφράχτες θα διαρραγούν
φλέμματα φθισικών
και ρυπαρά χαρτονομίσματα
στ' ανοιχτά στόματα μιας διαμαρτυρίας άτοπης
(...)

Οι άταφοι IV


(...)
ίχνη αγάπης θα ψηλαφήσω μέσα μου
όντας το κλάμα αδύνατο
των φωτεινών επιγραφών
τα δάκρυα θα μαζέψω
τις νύχτες που βρέχει
στα έρημα σοκάκια θα πλανηθώ
δίχως πουκάμισο και χίμαιρες
κατάμονος και ταπεινός
ποτάμια να οργώσουν τα στήθος μου
με το πικρό μαστίγιο του ανέμου
εξαγνισμένος την αυγή
να κινήσω για σένα

είναι καιρός που ανέλπιδα σε αποζητώ
κι απόψε
με κεραύνωσε το όραμα της αγάπης σου
και μέθυσα
(...)

ποια γαλάζια σημαία ονείρου
φτεροκοπάει στη σκέψη μας
ποια ελπίδα
ποιες πασχαλιές λησμονημένες
ανθίσανε πέρα απ' τη θάλασσα και μυρώσανε
και στην άκρη μας καλούν του κόσμου

ένα σιδερένιο καράβι
στην πλατεία μας περιμένει
καρφωμένο
με λεπρούς ναύτες χωρίς μάτια
αμίλητοι θα ταξιδέψουμε
η ζωή μας θα γλιστράει δίπλα
αφήνοντας την ψευδαίσθηση της κίνησης