βραχνά μες στην ομίχλη

λοιπόν, μπορείτε να μαζέψετε τα ζάρια
για μας τέλειωσε πια το παιχνίδι
και χάσαμε, όπως ήταν φυσικό,
τα πάντα
ήδη χαράζει
και οι σειρήνες μας καλούν
για ένα τελευταίο καφέ στην παραλία
πάνω απ' τους γλάρους και τα πλοία
έξω απ' το γκρίζο φράγμα του κυματοθραύστη
βραχνά οι σειρήνες μας καλούν
μες στην ομίχλη

είμαι όσα μου δόθηκαν

είμαι όσα μου δόθηκαν
μια στάλα κόκκινο στο απέραντο του μπλε
ένα ελάχιστο κομμάτι από το τίποτα
ήχους του κάποτε στον άνεμο σκορπίζω
με το δικό μου όνομα
γράφω για τον δικό σας πόνο
που ούτε δικός μου είναι ούτε δικός σας
δεν είμαι εγώ λοιπόν που σας μιλώ
γιατί εγώ είμαι όσα μου δόθηκαν
γιατί εγώ δεν ξέρω καν ποιος είμαι
τώρα απομένει να επιστρέψω
εκεί που κάποτε ξεκίνησα
να επιστρέψω εκεί που οφείλω
το εγώ που είμαι
και που ποτέ δεν γνώρισα

ένα ποτάμι στοιχειωμένο


ένα ποτάμι στοιχειωμένο είναι το αίμα μου
από προγόνους και μνήμες σκοτεινές
λάμψεις της αστραπής που σχηματίζουν λέξεις
ταξίδια μυστικά σε χώρες που ποτέ δεν γνώρισα
ένα ποτάμι στοιχειωμένο είναι το αίμα μου
μια μουσική
ένα μελλοντικό καράβι
πλησίστιο που περιπλανιέται
σε κατακόμβες φωτεινές του γαλαξία

κοιτάζοντας ψηλά καθρέφτες φωτεινούς της απουσίας

ταγμένος μεσοπέλαγα
εκεί που σπέρνει άσπρα φίδια ο αίολος
από το σούρουπο ως το χάραμα
κοιτάζοντας ψηλά καθρέφτες φωτεινούς της απουσίας
και πίνοντας τη δακρυσμένη θάλασσα
είδα να χάνονται βουβοί στον μελανό πολτό
εφέστιοι θεοί
φίλοι μου παιδικοί ένας ένας
είδα να χάνονται γονείς κι αδέρφια
ταγμένος μεσοπέλαγα
μόνος με τα σβησμένα μάτια τους
περιδεής κι αγέρωχος
κοιτάζοντας ψηλά καθρέφτες φωτεινούς της απουσίας

και με τη θλίψη να γλιστράει σαν σκιά

αυτό το χάδι που ζεσταίνει την καρδιά μου
ζωγράφισαν τα μάτια σου
όπως και το χαμόγελο που διώχνει κάθε πόνο
κι όμως δεν ήξερα άγνωστη
αν ήσουνα μητέρα
γυναίκα αγαπημένη
η το δειλό παιδί της γειτονιάς
με τις κοτσίδες την πεσμένη κάλτσα
και με τη θλίψη να γλιστράει σαν σκιά
στο πάνω χείλος σου
δεν ήξερα και δεν θυμόμουνα
κι ούτε πια μ’ ένοιαζε να μάθω
αφού έπλεα σ’ αυτό το φως
όπως η πέτρα το φυτό
όπως ο κόσμος όλος
εγώ ο τελευταίος των τελευταίων
ο ερημίτης του απείρου
το μέγα τίποτα
ο άνθρωπος
εγώ

βυθισμένοι σε αχνά χαμόγελα και φως

μέσα σε πολύχρωμα αδιάβροχα και ζεστούς σκούφους
φορώντας τις μαγικές τους μπότες
βυθισμένοι σε αχνά χαμόγελα και φως
κάθε πρωί εισπλέουν στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς
οι άγγελοι που δεν γνωρίσαμε
σαν μπίλιες απ' τις τσέπες τους στο χώμα απλώνουν
όλα τ' αστέρια τ'ουρανού
μας δείχνουν τον θεό που δεν πιστέψαμε
σκορπίζουν στον αέρα θαύματα που δεν αξίζουμε
με μιαν ανάσα τους στηρίζουν την ετοιμόρροπη ζωή μας

σαν να κρατάτε με τα χείλη μιαν αχτίδα φως

προφέρετε τις λέξεις απαλά
σαν να κρατάτε με τα χείλη μιαν αχτίδα φως
και σταθερά
σαν μια μπουκιά ψωμί στα δόντια
ύστερα αφήστε τις να περιπλανηθούν στην ερημιά
για λίγο σ' άγριες γειτονιές
κι εκεί που ζουν και μεγαλώνουν τα παιδιά στο χώμα
προφέρετε τις λέξεις απαλά
με τα δικά τους σχήματα
με τις δικές τους μουσικές και εικόνες
σαν να κρατάτε με τα χείλη μιαν αχτίδα φως
ή την ψυχή του ναυαγού
όταν μοναχική επιστρέφει στην πατρίδα

το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα

την ώρα που ένιωθα ασφαλής
στην πέτρινη σιγή του κόσμου
άνοιξαν ξαφνικά οι μυστικοί κρουνοί το απομεσήμερο
και η αυλή πλημμύρισε κίτρινες πεταλούδες
γιορταστικά πολύφωτα
ιπτάμενα ίχνη του απρόσιτου που ενεδρεύει
την ώρα που ένιωθα ασφαλής
με ξύπνησε το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα
κι είδα μέσα στο φως να ξεπροβάλλει η τίγρη

χώμα στον ουρανό

το όνομά μου είναι θάλασσα
το όνομά μου είναι ουρανός
ψυχή από χώμα
το όνομά μου είναι φωτιά
μέσα σ΄όλες τις μουσικές
μέσα στις ζωγραφιές
και τα νυχτερινά ποιήματα
το όνομά μου είναι απουσία
και δεν προφέρεται
στις ξένες γλώσσες αυτού του κόσμου

μεθυστικό ανθρώπινο άρωμα

καθένας στον μυστικό του κήπο να ευφραίνεται
με τα δικά του παραδείσια πουλιά και δέντρα
νερά που λάμπουν με απίστευτη στιλπνότητα
κι άλλοτε με φωνές παιδιών και μουσικές
που ζωγραφίζουν όνειρα
καθένας στην ψυχή του ν' ανασαίνει
μεθυστικό ανθρώπινο άρωμα
που είναι δέντρα και φωνές και μουσικές
που είναι μνήμη και όνειρο
πατρίδα

το μυστικό εξαίσιο άρωμα

γράφουμε για να μάθουμε
τη μουσική, το όνομα της τίγρης
το μυστικό εξαίσιο άρωμα
γράφουμε για να ζωγραφίσουμε
με λέξεις την ψυχή μας
να ανασύρουμε ένα ένα
τα αλλεπάλληλα καλύμματα
και κάποτε να φτάσουμε εκεί
όπου όλα τα ποιήματα του κόσμου
είναι πριν από την αρχή γραμμένα
κάποτε έκθαμβοι να οδηγηθούμε
στον λόγο που μας έδωσε πνοή

μια φράση καθημερινή με τ' όνομά σου

τα φύλλα από το τίποτα όταν πρασινίζουν
ένα γέλιο που αστράφτει ξαφνικά σαν παρουσία
εκείνη η παλιά φωτογραφία που ξεθώριασε
να μας θυμάσαι
κάποιο αποτύπωμα αχνό στη δεξιά σελίδα
μια φράση καθημερινή με τ' όνομά σου
ένα κόκκινο μπαλόνι που ξεφεύγει και υψώνεται
να μας θυμάσαι
στους τοίχους μάταιες οι επικλήσεις
κι οι δρόμοι που οδηγούν, που τέμνονται
με τις σκιές, τα δέντρα τους, τα τραπεζάκια στη γωνία
στο χώμα οι δρόμοι, στη φωτιά, στον ουρανό
να μας θυμάσαι

ύπαρξη

ο θεατής είναι θεατής
το μάτι από την όχθη που παρατηρεί
ξέρει νερά, κλαριά και χώματα
δεν ξέρει το ποτάμι
το μάτι από την όχθη που παρατηρεί
δεν είναι το ποτάμι
από το άγνωστο στο άγνωστο
προορισμένος είναι ο άγνωστος να κατευθύνεται
στη χώρα που δεν έχει μονοπάτι
έως ότου το μάτι κάποτε
γίνει νερό, κλαριά και χώματα
και στρόβιλος για τον βυθό
ακούσια, μυστικά και αναπόφευκτα
έως ότου γίνει κάποτε ποτάμι ο θεατής