η καταγωγή του ονείρου






παρασκευή μήνα νοέμβρη με το ζώδιο του σκορπιού,
καθώς πυκνά σκοτείνιαζε στις παρυφές του Ολύμπου,
σχίστηκε σαν από σεισμό η γη στα δύο κι από τον Άδη
ορθώθηκε περήφανος και σκυθρωπός μπροστά μου
ο Πλούτων. μου φαίνεται πως ξέχασες ποιος είσαι,
είπε βαριά, ενώ το αράπικο χρεμέτιζε και δάγκωνε
με αφρούς τα χάμουρα κι ο Κέρβερος ήρθε κουνώντας
την ουρά και μου ‘γλειφε τα χέρια. άλλο δεν έχει από
το λίγο του αυτός ο ξένος τόπος, κι είναι καιρός που
η μάνα σου (εδώ μαλάκωσε ελάχιστα το αψύ του βλέμμα)
γύρισε στην πατρίδα και σε περιμένει. σήκωσε το δεξί του
χέρι απότομα κι έπεσε νεκρική σιγή τριγύρω. είσαι ψυχή
κι η θέση σου είναι δίπλα μου, με τις ψυχές

καμιά φορά σαν δέντρο ή σαν πουλί






υπάρχει μέσα μου ένα φως.
καμιά φορά σαν δέντρο ή σαν πουλί
ή ξέφτι απ' το γαλάζιο στο περβάζι σου.
υπάρχει μέσα μου ένα φως
που όλα τα ξέρει κι όλα τα αισθάνεται
μοναχικό που ταξιδεύει απ' την αρχή του χρόνου
που αστράφτει μέσα στη μεγάλη νύχτα
και δεν παραδίδεται

βόλτα στις ράμπλας τ' ουρανού, 1



(στο καφενεδάκι του ουρανού από αριστερά η Ούρλικε Μάινχοφ, ο Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι, ο Έζρα Πάουντ και ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι )

αργά χτες βράδυ ξαφνικά συνάντησα στις ράμπλας τ’ ουρανού
τον φοιτητή Καλιάγεφ παρέα με τον Ντουρρούτι να τα πίνει
ενώ η Ούλρικε στο παραδίπλα τραπεζάκι ζωγράφιζε με τη
σκιά της μια τίγρη μες στα σύννεφα, δώρο στον Έζρα και τον
Βλαντιμίρ. εκεί που έπιανα μια ψάθινη καρέκλα να καθίσω,
βγήκε από την πόρτα ο πανάγαθος σέρνοντας πίσω του, όπως
το συνηθίζει, και μια ταξιαρχία γαλαξίες. άντε, να πάνε τα
φαρμάκια κάτω, είπε, βάζοντας στο γραμμόφωνο ένα βαρύ
ζεϊμπέκικο και μοίρασε τα καραφάκια με το τσίπουρο απ’ το
κρυφό του αμπέλι. κουράστηκε ο πατέρας, ρε παιδιά, μ’ αυτόν
τον χαλασμό εκεί κάτω, πρόσθεσε με γλυκό χαμόγελο ο Ιησούς,
λες και παρηγορούσε πάλι τους απελπισμένους, κι από την άλλη,
του λείπει αυτός ο άκαρδος ο αυτόνομος και είναι άγριο πράγμα
ο παράδεισος χειμώνα καλοκαίρι με τα χερουβείμ

βόλτα στις ράμπλας* τ' ουρανού, 3


αργά χθες βράδυ ξαφνικά μες στην ομίχλη
είδα στις ράμπλας τ' ουρανού
λουλούδια και μικρά πουλιά
μάτια να λάμπουν.
κι ένα αρχαίο φιλόλογο και πάλι όρθιο
να διδάσκει άγνωστα κείμενα
σαν υποσχέσεις ή αινίγματα.
χαμογελούσε κι έγραφε
στα δάχτυλά του έλιωνε η κιμωλία του χρόνου
κι απ' τ' ανοιχτά παράθυρα οι έφηβοι
είχαν ήδη δραπετεύσει και ταξίδευαν.
αργά χθες βράδυ ξαφνικά
είδα στον μαυροπίνακα του τίποτα
για πάντα αμετάφραστη τη λέξη ελευθερία


* κεντρικός δρόμος στις ισπανικές πόλεις.
στη Βαρκελώνη, η Rambla de las Flores αρχίζει
από την Πλατεία της Καταλωνίας και καταλήγει
στο λιμάνι, στο άγαλμα του Κολόμβου και το
πλοίο Σάντα Μαρία

αδέσποτα

τ' αδέσποτα σκυλιά
τ' αδέσποτα παιδιά
οι αδέσποτες ψυχές.
άγριες, φωτεινές, ευάλωτες.
όχι ότι δεν έχουν κύριο και αφέντη.
μόνο που αιώνες τώρα απουσιάζει εκείνος
στην άλλη άκρη τ' ουρανού.
τα αδέσποτα σπάνια ξεγελούν τη θλίψη τους
στήλη καπνού στις κόρες των ματιών τους
που αναθρώσκει από μια μακρινή πατρίδα

χελιδόνια στην Άφυτο


πώς άκουσα τον μυστικό λόγο της ουτοπίας
πώς ξαφνικά κατάλαβα ότι είμαι ευλογημένος;
μα από τα χελιδόνια
όταν συνθέτουν τον ουρανό στην Άφυτο
για να ταϊσουν τα μικρά τους ύστερα
με τα γαλάζια ξέφτια του.
τα χελιδόνια που μπαίνουν από το παράθυρό μου
κι εγώ βουβαίνομαι
ενώ τα μάτια μου φωτίζονται και μεγαλώνουν.
φτεροκοπάνε
διαγράφουν άσπρα και μαύρα ημικύκλια
και μου τα φανερώνουν όλα.
όλα όσα ρωτούσα και μια ζωή δεν έμαθα

ούτε ένα μυτερό καρφί και σκουριασμένο




μια έρημη σοφίτα μακρινή
μέσα στη θλίψη τ'ουρανού είναι η ψυχή μου.
γεμάτη άχρηστα αντικείμενα
μια ψάθινη καρέκλα
ένα ποδήλατο με τρύπια λάστιχα
μια κόκκινη ξεφουσκωμένη μπάλα.
κι ένα σωρό θαμπές φωτογραφίες
απ' τους αρχαίους ενοίκους της.
όμως δεν κρύβει πλάσματα επικίνδυνα
κι ούτε ένα μυτερό καρφί και σκουριασμένο.
μια έρημη σοφίτα μακρινή
μια λέξη ανείπωτη είναι η ψυχή μου
ένα μοναχικό παράθυρο
που κάποτε φωτίζεται μέσα στη θλίψη τ' ουρανού

απαρηγόρητος

πως και γιατί δεν ξέρω
αυτή η λέξη μου ταιριάζει.
ίσως να είναι σαν το χνώτο μου
από παλιά στο τζάμι
σαν τα ρυάκια της βροχής
στο χώμα της Πλατείας Δικαστηρίων.
ίσως να είναι σαν τον γόο του βαρδάρη
στα καλντερίμια της γενέθλιας πόλης
ή σαν τα γράμματα που αναβοσβήνουν
μακριά στις φωτεινές επιγραφές.
και σαν το άγνωστο εκείνο
που κάποτε με έσπειρε και χάθηκε.
πως και γιατί δεν ξέρω
αυτή η λέξη μου ταιριάζει.
σε ξένο τόπο και σε ξένους δρόμους
μόνο

μέσα στα χρώματα μπροστά μου η Έφη

εκεί που πήγαινα
βαρύς και μόνος με τα χρόνια μου στην Εγνατία
ανάμεσα σε χωρικούς και μαγαζάτορες
βγήκε και πάλι ξαφνικά
μέσα στα χρώματα μπροστά μου η Έφη
κι έγειρε να σκουπίσει με τα μάτια της
τη μελανιά απ' το παλιό μου μπικ στο μέτωπο.
ένα δειλό πορτοκαλί αχνοχάραζε στα χείλη της
κι ένα βαθύ γαλάζιο ξέφτι τ' ουρανού
είχε σκαλώσει στα μαλλιά της.
σφιχτά κρατώντας τα βιβλία στο λευκό πουκάμισο
η ίδια εκείνη Έφη απ' τα δεκαοχτώ
το ίδιο σκονισμένο απομεσήμερο
τα ίδια εκείνα μάτια
μέσα στη θλίψη που χαμογελούσαν

κόκκινο όπως κόκκινο



κόκκινο χρώμα μυστικό
όπως βαθιά στο μαύρο και το μπλε
κόκκινο κόκκινο
μα όχι κόκκινο όπως αίμα, ηφαίστειο, αστραπή
κόκκινο όπως κόκκινο
όπως τα χρώματα που δεν γνωρίσαμε ποτέ
ο ήχος που αναδύεται
από την πρώτη συλλαβή της ουτοπίας