νάμασταν, λέει
τραγούδι σε παλιό γραμμόφωνο
δέντρο σε καλοκαιρινό ψιλόβροχο
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται
ή μήπως νάμασταν
εκεί ψηλά τα κεραμίδια πλάι στην καπνοδόχο
την ώρα πού όρθιος ξαποσταίνει ο πελαργός.
κι ύστερα, λέει
να φύτρωναν κόκκινα
κατακόκκινα φτερά στους ώμους μας
στα μάτια μας ένας κιτρινισμένος χάρτης για τον ουρανό.
να ταξιδέψουμε πέρα απ' τον πόνο και τον θάνατο.
νάμασταν, λέει
με κόκκινα φτερά
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται
(από τη συλλογή Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται, 2002)