με το όμικρον του ονείρου στο τέλος
της δεύτερης μ.Χ. χιλιετίας
ξεχύνεται απ' τα υψώματα στη θάλασσα
σαν κατρακύλι με το όμικρον του ονείρου
ανηφορίζει από τη θάλασσα στον ουρανό
σαν προσευχή με τη θαμπή φωνή του πλήθους
όχι κούφια και άφωνη
σαν τις πολύχρωμες κραυγές των διαφημίσεων
όχι φτηνή και χρήσιμη
σαν πλαστικό ουροδοχείο
όχι τυφλή
για τα παιδιά της
για τα δέντρα και τους ποιητές
για κάθετι παράλογα που ανθίζει
εβραία σλάβα αρμένισσα
ανατολίτισσα ρωμιά τουρκάλα
κοινότητα της αρετής και της παιδείας
επέμενε ο ανώνυμος εκείνος ζηλωτής
κρατώντας τη στιγμή μετέωρη
πάνω από τα παρελθόντα και τα μέλλοντα
πριν εξακόσια τόσο χρόνια
παγκόσμια πόλη ελληνική
αρσενική σαν τον βαρδάρη της
σαν τα ρεμπέτικα τραγούδια και τα καλντερίμια της
γυναίκα σαν την απεραντοσύνη
και σαν τον ήλιο στον φιλόξενό της κόλπο
μεθυστικά όταν βασιλεύει
παγκόσμια πόλη μακεδονική
με το διπλό άλφα της αγάπης
κυβόλιθο στην Εγνατία Οδό
με τον δικό της ουρανό Ναζίμ στα μάτια σου
κόρη της Ιωνίας
την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας στα κάστρα της
ψυχή της προσφυγιάς
καμένη κουρσεμένη ανίκητη
κοινότητα της αρετής και της παιδείας
που δεν δανείζεται αλλά δωρίζει
που ζωγραφίζει χαμογελαστές καμπύλες
στην ανθισμένη από το χώμα Παναγία Χαλκέων
με το αβέβαιο άρωμα της ουτοπίας
πατρίδα
με ανοιχτές τις πύλες απροσπέλαστη
κοινότητα της αρετής και της παιδείας
αρχαίο καράβι με κομμένες άγκυρες
μες στο νωχελικό φθινόπωρο της παραλίας
για το ατέλειωτο ταξίδι στο απρόσιτο
πέρα ως πέρα φωταγωγημένο
από τα μάτια των παιδιών
(από τη συλλογή Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας, 1997)