μια ανθολογία των ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη

αn anthology of Tolis Nikiforou's poems with pictures by Julia Fortouni.

στη διάλεκτο της μοναξιάς

στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
ένα γαλάζιο αστραφτερό κι απρόσιτο
μια δίψα
ψηλά στο μυστικό κελάρι τ’ ουρανού
μπρούσκο εκλεκτό της μνήμης

στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
όπως γυναίκα σε φανταστική οθόνη
που ως αργά τη νύχτα μεταφράζει όνειρα
στη διάλεκτο της μοναξιάς

όσοι εδώ μέσα μπήκαν έφυγαν
άφησαν πίσω τα βιβλία τους, τις μουσικές
κάτι απ’ το χνώτο τους
ένα αποτσίγαρο μες στον πηχτό ντελβέ

άφησαν πίσω τους κενό και αινίγματα
κάδρα που όρθια γέρνουν
χρώματα που θαμπώνουν μες στο φως
διπλό κρεβάτι για το αχ χωρίς το άγγιγμα
τον κούφιο ήχο του νερού στο μπάνιο
ένα λυγμό που δεν διαλύει
την πέτρα μέσα της

στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
σαν ποίημα που υπόσχεται το μακρινό ταξίδι
ή σαν ψυχή που πρόδωσε
αυτό το κάτι στη φωνή της
και τώρα πνίγεται μέσα στο καθημερινό της τίποτα
μέσα στην έπαρση και τη λαχτάρα της

εκείνο το ατίθασο κόκκινο τ' ουρανού

βουβαίνονται στην παραλία οι φανοστάτες
που άλλοτε ψιθύριζαν εκστατικά το όνομά της
μια βάρκα μόνη αργά λικνίζεται
σε σκοτεινά νερά
εκείνο το ατίθασο κόκκινο τ’ ουρανού
τώρα δειλά αποσύρεται στο βάθος

το πρόσωπο της πολιτείας χλομιάζει
γέρνουν τα φύλλα
τα χρώματα διαλύονται που θάμπωναν τα μάτια
μάτια που τώρα βλέπουν καθαρά
κάθε επιφάνεια και κάθε σχήμα
το αύριο ή το τίποτα

άτυχη αγάπη
που κάποια μέρα χάνεται
όπως ο δρόμος, η πλατεία, οι μουσικές
όπως το άγγιγμα ή το φως
και πια απομένει μια λάμψη αχνή
ή κάτι από ψυχή
πάνω στα κάστρα

μια λάμψη αχνή
μια θύμηση
μια γεύση από χαρτί και δάκρυ


μέσα στο αχ και μέσα στ' όνειρο

λευκές καμπύλες απαλές πάνω στο σκούρο
μια χώρα μαγική, ουτοπική
που εκτείνεται σε θαμπωμένα μάτια
άγνωστη σε κάθε λόχμη και κρυψώνα της
με το γυμνό και το βελούδινο
ακόμη ανεξερεύνητο

ψηλά μια τούφα καστανά μαλλιά
στα μαξιλάρια βυθισμένα
κι ως κάτω ανεπαίσθητο
ένα σκίρτημα
μια λάμψη υγρή μελωδική
που στην επιδερμίδα αχνά λικνίζεται

όλα είναι απλά και ηδονικά
όλα είναι δέος
από τα γόνατα ως τους ώμους
κι ως το εξαίσιο τόξο του λαιμού
ως το πυκνό σκοτάδι στην ανάσα της
που ψιθυρίζει λέξεις μυστικές

βαθύσκιο πρόσωπο εκστατικό
μέσα στο αχ και μέσα στ’ όνειρο

σαν ποίημα μιας εποχής για πάντα ξεχασμένης

όπως το σούρουπο ανθίζει η θάλασσα με σκόρπιες λάμψεις
και μυστικές φωνές μέσα στα χόρτα τρεμοφέγγουν
έτσι αναδύομαι κι εγώ απ’ το σώμα μου στο άγγιγμά σου

μας περιμένει μια παραλία ερημική μες στο σκοτάδι
με κόκκινα πανιά ένα πλοίο που όλο τον χρόνο ταξιδεύει
η ανάσα σου ένας ψίθυρος μες στο δικό μου χνώτο

αγάπησέ με
σαν όνειρο στα μάτια ενός παιδιού
σαν ποίημα μιας εποχής για πάντα ξεχασμένης
και σαν το κάτι εκείνο που δεν δόθηκε ποτέ και σε κανένα